Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

Για τον πατέρα του, Ανδρέα


Μια συζήτηση με τον Λεωνίδα Εμπειρίκο

Πατέρας του ελληνικού υπερρεαλισμού και της ψυχανάλυσης ο Εμπειρίκος, σε αυτόν οφείλουμε επίσης τον γιο του, Λεωνίδα. Η καλή μου τύχη θέλησε δις να γειτονέψουμε στην ίδια πολυκατοικία. Στο 8 της οδού Ρηγίλλης για μια ντουζίνα χρόνια, στην Αναγνωστοπούλου 69 για μία τριετία. Τον συμπαθούσα προτού συστηθούμε. Πιθανόν, διότι κάτι διακρινόταν στα πλούσια, κάπως σπαστά μαλλιά, στο παιδικό μα λεπτοσμιλεμένο πρόσωπο, στο βλέμμα που εκφράζει μια οικουμενική κατανόηση και αλληλεγγύη, στους αβρούς τρόπους που εκδηλώνονται με μια μικρή χειρονομία. Διότι, έτσι συμπαθούμε τους ομορφάνθρωπους και τους ευγενικούς και ουχί το ανάποδο. Ιστορικός, με σπουδές στις επιστήμες του ανθρώπου, ο Λεωνίδας Εμπειρίκος όχι απλώς φέρει πολλά από τα γνωρίσματα του πατέρα, μα και διακονεί το έργο του με γνώση, που ποτέ δεν θα είχε ο απλός φιλολογικός επιμελητής, υποδειγματική γενναιοδωρία και συγκινητική φιλοστοργία.





Συναντηθήκαμε στο πατρικό του της οδού Ν. Βάμβα, εκεί όπου μεγάλωσε και μόλις μετακόμισε. Η δεκαετία του ’30 στάθηκε καθοριστική για τον Ανδρέα Εμπειρίκο, γεννημένο το 1901 στη Βραΐλα από ρωσίδα μητέρα και τον Λεωνίδα senior, δυναμικό γόνο μιας φαμίλιας πλοιοκτητών. Τον Ιούνιο του ’32 ο πρωτότοκος από τέσσερις αδελφούς Ανδρέας φθάνει στην Αθήνα ως διευθυντής των οικογενειακών Ναυπηγείων Βασιλειάδη. Ζορισμένος από την αριστερή ιδεολογία του, θα εργαστεί για δυόμισι χρόνια. Παραιτείται με τη γενική απεργία, και στο Παρίσι πλέον αρχίζει την ψυχανάλυσή του με τον Ρενέ Λαφόργκ. Κεντρικό του ζητούμενο η συγχώρηση του αυταρχικού πατέρα μετά τη ρήξη τους.



«Θύμωσε και πικράθηκε πολύ από τον χωρισμό των γονιών του, μα κυρίως από τη σκληρότητα που ο πατέρας του έδειξε στη γιαγιά του Στεφανία. Την υπερασπίστηκε, την προστάτευσε με σθένος και μαχητικότητα απέναντι στον πατέρα του, μέχρι που πέτυχε μια στοιχειώδη οικονομική εξασφάλισή της. Μέσα στις βαλίτσες που ανακαλύψαμε υπήρχαν 906 γράμματα αγάπης προς τη γιαγιά. Μεσούσης της δικής του ανάλυσης και έπειτα από τη γραπτή συμφιλίωση με τον πατέρα του, αποφασίζει να γίνει και ο ίδιος ψυχαναλυτής. Συνεχίζει λοιπόν με τον Λαφόργκ, σε καθημερινές συνεδρίες και το εργάσιμο τότε Σάββατο, ολοκληρώνει τη μαθητεία και στα τέλη του ’35 ανοίγει το γραφείο του στην Αθήνα, στη λεωφ. Βασ. Σοφίας 6» διηγείται ο Λεωνίδας Εμπειρίκος.



Πώς άραγε υποδέχθηκε η πόλη μας το νέο φρούτο του Φρόιντ;



«Οι “ασθενείς” του πατέρα μου, αστοί της δικής του τάξης, μορφωμένοι άνθρωποι, ανταποκρίθηκαν. Ακολούθησε το διδακτικό μέρος. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε το δένδρο με κλαδιά τον Κουρέτα και τον Ζαβιτσιάνο, τους οποίους ανέλυσε και δίδαξε με εποπτεία του Λαφόργκ. Ταξιδεύοντας κάθε τόσο με το τρένο, το καράβι ή το υδροπλάνο για το Παρίσι. Μετά ήρθε και η Μαρία Βοναπάρτη. Η επίσκεψή του στην πριγκίπισσα Βοναπάρτη τού στοίχισε τη φιλία του με τον αυταρχικό Νικόλαο Κάλλας, που ήταν αριστερός όπως και ο ίδιος. Δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Στενότερος φίλος του τότε θα γίνει ο Ελύτης. Που έχει διαβάσει την πρώτη ποιητική συλλογή του.



Η οποία έμεινε αδημοσίευτη για δέκα χρόνια. Ο Εμπειρίκος πρώτα θέλησε να δηλώσει υπερρεαλιστής και μετά ποιητής. Με τον Μπρεσόν και τους φίλους του γνωρίστηκε το ’33 και τον Ιανουάριο του ’35 κάνει την περίφημη διάλεξη περί σουρεαλισμού σε ένα κοινό 100 ακροατών. Κατόπιν κυκλοφορεί η “Υψικάμινος” σε 200 αντίτυπα, που εξαντλούνται αμέσως λόγω του σκανδάλου. Το 1936 οργανώνει στο σπίτι του έκθεση ζωγραφικής των σουρεαλιστών, με πίνακες που έφερε ο ίδιος με το τρένο και που προξενούν μεγάλη εντύπωση. Δραστηριοποιείται έντονα για να τεκμηριώσει το κίνημα στη χώρα μας. Πλην, δεν υπήρξε άνθρωπος των συγκρούσεων και δεν τον ενδιέφερε καν η υστεροφημία του. Εξ ου και δεν θέλησε να αποδείξει την ψυχαναλυτική δραστηριότητά του με κείμενα ή μαρτυρίες. Αρκέστηκε στο να ανοίξει ένα νέο πεδίο στην ελληνική κοινωνία» εξηγεί ο συνομιλητής μου.



Το δένδρο Εμπειρίκος είχε πια ριζώσει για καλά στην Αθήνα. Η σπορά του υπερρεαλισμού βλάστησε ομοίως και θάλλει πάντα. Η «Ενδοχώρα», αφιερωμένη στην πρώτη σύζυγο Μάτση Χατζηλαζάρου, θα κυκλοφορήσει το ’45. Μια μικρή συντροφιά τότε στο ξεκίνημα: Κάλλας, Ελύτης, Εγγονόπουλος, Τσαρούχης, Βαλαωρίτης, Μαυροΐδης. Η Μάτση αφήνει τον ποιητή για τον Ανδρέα Καμπά. Εκείνος θα ερωτευτεί τη φίλη του Μαυροΐδη, τη δεύτερη γυναίκα του Βιβίκα. Και από τακτ απέναντί της θα κρατήσει στο συρτάρι όλα τα ποιήματα που έγραψε για τη Χατζηλαζάρου. Το 1944 ο παρεξηγημένος Εμπειρίκος θα ζήσει το «Τραύμα της υστερίας». Τροτσκιστής ων, θα συλληφθεί και θα συρθεί όμηρος των σχεδόν ομοϊδεατών του αριστερών, ως μεγαλοαστός. Η ψυχή του ποιητή λαβώνεται για πάντα.



Οπου και αν στάθηκε ο Εμπειρίκος αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία. Μα... πανσεξουαλιστής και κομμουνιστής, πώς γίνεται;



«Ο πατέρας μου δεν είχε καμιά όρεξη να παίξει τον πανσεξουαλιστή. Είχε έκπαλαι σαφή αριστερό προσανατολισμό και δεν έκανε σκέρτσα. Στη φλογερή ρούσα ψυχή του φύλαξε πάντα την ουτοπία του Τολστόι που διόρθωσαν ο Φρόιντ και ο Μπρετόν».



Δημοσιεύτηκε στο BHMAMEN, τεύχος 56, σελ. 135, Νοέμβριος 2010.







Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=364916&ct=4&dt=04/11/2010#ixzz14JV2w1OW

Δεν υπάρχουν σχόλια: