Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς (Марина Абрамовић), γεννημένη στις 30 Νοεμβρίου 1946 στο Βελιγράδι, είναι εικαστική καλλιτέχνης σερβικής καταγωγής. Σήμερα εργάζεται κατά κύριο λόγο στη Νέα Υόρκη. Δραστηριοποιείται στην Performance Art, σε μια ακροβατική του σώματος και της ψυχής[1], από τα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Είναι γνωστή για τις παραστάσεις της οι οποίες ερευνούν την σχέση
μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού, σε μια προσπάθεια να «ελευθερωθούν» και οι
δύο, μα κυρίως για την έκθεσή της χωρίς όρια σε κινδύνους χάριν της
τέχνης που εκπροσωπεί. Όπως την ορίζει η ίδια, η performance art είναι η
μεταφορά της αλήθειας επί σκηνής και όχι μια παράσταση θεατρικού τύπου.
Έχοντας αναδείξει ως τέχνη την απελευθέρωση από τα όριά τους, του
σώματος και της ψυχής, εκπαιδεύει σήμερα ομάδες που θα συνεχίσουν την
τέχνη αυτή.[2]
Κάποια στιγμή οι δύο καλλιτέχνες ήταν δύσκολο να ζουν μαζί, με αποτέλεσμα, έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα 12 ετών, να αποφασίζουν το τέλος της σχέσης τους. Ο τερματισμός της δικής τους συνεργασίας και σχέσης είναι ίσως ο πιο εντυπωσιακός και συμβολικός χωρισμός που έχει σημειωθεί στην εποχή μας. «Το Μεγάλο Περπάτημα» ήταν μια από τις πιο γνωστές τους παραστάσεις, αλλά και ταυτόχρονα η τελευταία τους (1988), όταν οι δύο τους αποφάσισαν να διασχίσουν το Σινικό Τείχος, ξεκινώντας ο καθένας από διαφορετικές άκρες μέχρι να συναντηθούν κάπου στη μέση. Το προετοίμαζαν οκτώ χρόνια, όσο χρειάστηκε να βγουν όλες οι απαραίτητες άδειες από τις κινεζικές αρχές. Το αρχικό πλάνο, ήταν να διασχίσουν από τις δύο άκρες το τείχος, να βρεθούνε στη μέση και να παντρευτούνε. Αλλά μετά τα οκτώ χρόνια που χρειάστηκαν, η σχέση τους είχε ατονήσει.
«Αυτό το περπάτημα μετατράπηκε σε ένα πλήρες προσωπικό δράμα. Ο Ουλάι ξεκίνησε από την έρημο Γκόμπι (άντρας – φωτιά) κι εγώ από την Κίτρινη Θάλασσα (γυναίκα, στοιχείο νερού). Αφού περπατήσαμε ο καθένας μας 2.500 χιλιόμετρα, συναντηθήκαμε στη μέση και είπαμε ένας στον άλλον το τελευταίο αντίο». Η Αμπράμοβιτς συνέλαβε την ιδέα για αυτή την περφόρμανς μέσα σε ένα όνειρό της και αυτό της φάνηκε ως το πιο ρομαντικό τέλος της δίδυμής τους σχέσης, που ήταν γεμάτη από ασταμάτητη δημιουργία, ενέργεια και έλξη. Η Μαρίνα περιέγραψε την διαδικασία αυτή: «Χρειαζόμασταν μια συγκεκριμένη μορφή του τέλους. Μετά από αυτή την τεράστια απόσταση που περπατήσαμε ο ένας προς τον άλλον, αυτό το τέλος ήταν πιο δραματικό, πιο πολύ έμοιαζε με φιλμ.. γιατί στο τέλος είσαι πραγματικά μόνος, ό,τι και να κάνεις».
Η γνωριμία με τον Ουλάι (Ulay)
Στο Άμστερνταμ γνώρισε το Δυτικογερμανό καλλιτέχνη Uwe Laysiepen, γνωστότερο ως Ulay (Ουλάι), με τον οποίο συνεργάστηκαν για περίπου μια δεκαετία (το δέσιμο με τη Μαρίνα φαινόταν και με ένα συμβολικό τρόπο: ήταν γεννημένοι την ίδια μέρα) σχηματίζοντας ένα καλλιτεχνικό δίδυμο, όπου, άνδρας και γυναίκα είναι δύο κοσμικά όντα τα οποία ενωμένα δημιουργούν ένα «ερμαφρόδιτο εγώ», συμπεριφερόμενοι ως «ένα σώμα με δύο κεφάλια». Το ζευγάρι έγινε γνωστό για την προσπάθεια του να χαρτογραφήσει τα όρια της αγάπης και της συμβίωσης μέσω της ζωντανής αναπαράστασης, προσπαθώντας παράλληλα να τοποθετήσει την περφόρμανς ως τέχνη ισάξια με τις υπόλοιπες. Στις παραστάσεις τους, μελετούσαν ακραίες καταστάσεις και τις σχέσεις των σωμάτων τους με το χώρο.Κάποια στιγμή οι δύο καλλιτέχνες ήταν δύσκολο να ζουν μαζί, με αποτέλεσμα, έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα 12 ετών, να αποφασίζουν το τέλος της σχέσης τους. Ο τερματισμός της δικής τους συνεργασίας και σχέσης είναι ίσως ο πιο εντυπωσιακός και συμβολικός χωρισμός που έχει σημειωθεί στην εποχή μας. «Το Μεγάλο Περπάτημα» ήταν μια από τις πιο γνωστές τους παραστάσεις, αλλά και ταυτόχρονα η τελευταία τους (1988), όταν οι δύο τους αποφάσισαν να διασχίσουν το Σινικό Τείχος, ξεκινώντας ο καθένας από διαφορετικές άκρες μέχρι να συναντηθούν κάπου στη μέση. Το προετοίμαζαν οκτώ χρόνια, όσο χρειάστηκε να βγουν όλες οι απαραίτητες άδειες από τις κινεζικές αρχές. Το αρχικό πλάνο, ήταν να διασχίσουν από τις δύο άκρες το τείχος, να βρεθούνε στη μέση και να παντρευτούνε. Αλλά μετά τα οκτώ χρόνια που χρειάστηκαν, η σχέση τους είχε ατονήσει.
«Αυτό το περπάτημα μετατράπηκε σε ένα πλήρες προσωπικό δράμα. Ο Ουλάι ξεκίνησε από την έρημο Γκόμπι (άντρας – φωτιά) κι εγώ από την Κίτρινη Θάλασσα (γυναίκα, στοιχείο νερού). Αφού περπατήσαμε ο καθένας μας 2.500 χιλιόμετρα, συναντηθήκαμε στη μέση και είπαμε ένας στον άλλον το τελευταίο αντίο». Η Αμπράμοβιτς συνέλαβε την ιδέα για αυτή την περφόρμανς μέσα σε ένα όνειρό της και αυτό της φάνηκε ως το πιο ρομαντικό τέλος της δίδυμής τους σχέσης, που ήταν γεμάτη από ασταμάτητη δημιουργία, ενέργεια και έλξη. Η Μαρίνα περιέγραψε την διαδικασία αυτή: «Χρειαζόμασταν μια συγκεκριμένη μορφή του τέλους. Μετά από αυτή την τεράστια απόσταση που περπατήσαμε ο ένας προς τον άλλον, αυτό το τέλος ήταν πιο δραματικό, πιο πολύ έμοιαζε με φιλμ.. γιατί στο τέλος είσαι πραγματικά μόνος, ό,τι και να κάνεις».
Η Καλλιτέχνης είναι εδώ (THE ARTIST IS PRESENT), 736 ώρες, 750.000 επισκέπτες
Από 14 Μαρτίου έως 31 Μαΐου 2010 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας
Υόρκης (ΜοΜΑ) φιλοξένησε την πρώτη αναδρομική έκθεση των προσωπικών της
περφόρμανς με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μαρίνα Αμπράμοβιτς: Η
Καλλιτέχνης Είναι Εδώ», τη μεγαλύτερη που είχε μέχρι τότε διοργανώσει το
μουσείο της Νέας Υόρκης πάνω στην performance art. Η Αμπράμοβιτς
καθόταν για όσες ώρες ήταν ανοιχτό το μουσείο σιωπηλή και ακίνητη πίσω
από ένα τραπέζι στο αίθριο του μουσείου, χωρίς να έχει το δικαίωμα να
πιει, να φάει ή να πάει στην τουαλέτα. Το κοινό μπορούσε να καθίσει
απέναντί της όσο επιθυμούσε και να κάνει ό, τι θέλει. Άλλοι
συγκινήθηκαν, άλλοι παρέμειναν απαθείς, οι περισσότεροι έβαλαν τα
κλάματα αποκαλύπτοντας την ευαισθησία τους δημόσια και χωρίς ντροπή και
χάθηκαν στο βλέμμα της, για να γίνει ο καθρέφτης των συναισθημάτων τους.
«Είμαι πολύ δεκτική στην ενέργεια που εκπέμπουν οι άλλοι κι αυτό που με
συγκλόνισε ήταν ο απέραντος πόνος που διάβασα στα μάτια των ανθρώπων».
Το αυτοκίνητο στο οποίο ζούσε με τον Ουλάι όταν ταξίδευαν τη δεκαετία
του 1970 σε ολόκληρη την Ευρώπη για να παρουσιάσουν τα έργα τους,
υποδεχόταν το κοινό στο ΜοΜΑ. Τις πρώτες εκείνες περφόρμανς τις έδειξαν
σε βίντεο, καθώς το 2005 στο μουσείο Guggenheim τις είχε επαναλάβει για
επτά νύχτες υπό τον τίτλο «Seven Easy Pieces».
Κάποιες περφόρμανς αποφάσισαν να τις αναπαραστήσουν στο MoMA με άτομα
που επιλέχθηκαν ύστερα από οντισιόν. Τις τρεις τις είχε κάνει με τον
Ουλάι: «Imponderabilia» (1977), ένα ζευγάρι στέκεται γυμνό αντικριστά σε
μια πόρτα. Οι θεατές πρέπει να στριμωχτούν ανάμεσά τους για να
περάσουν. «Relation in Time» (1977), ένα ζευγάρι κάθεται πλάτη με πλάτη
με τα μαλλιά του δεμένα όλη την ημέρα, τα σώματα ντυμένα το ίδιο
ακριβώς, όλα στην έννοια τού ανδρόγυνου, όπου το αρσενικό και το θηλυκό
συνυπάρχουν. «Point of Contact” (1980), ένα ζευγάρι στέκεται αντικριστά,
δείχνοντας ο ένας τον άλλον, χωρίς να αγγίζονται.
Στο «Luminosity» (1997), η Αμπράμοβιτς αιωρήθηκε γυμνή σε έναν τοίχο
κουνώντας πολύ αργά τα χέρια της. Τελευταία περφόρμανς ήταν το «Nude
with Skeleton» (2002), όπου ήταν ξαπλωμένη με ένα σκελετό πάνω της. Στην
πρώτη της δημόσια ομιλία μετά τη μαραθώνια περφόρμανς στο ΜοΜΑ της Νέας
Υόρκης, η καλλιτέχνις ενέταξε το ακραίο της εγχείρημα ως το τελευταίο
κεφάλαιο σε μια πορεία που διαπνέεται από συνέπεια και πείσμα.
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου