Συνέντευξη στο Μιχάλη Κουμπιό
Φθάνει η ωραία φωνή για να γίνει κανείς σπουδαίος τραγουδιστής;
Φώτης Πολυμέρης: Πιστεύω πως μαζί με την ωραία φωνή γίνεσαι κάποιος, αν έχεις βέβαια και την τύχη με το μέρος σου. Γιατί πάντα χρειάζεται, όπως λέει κι ο Παλαμάς στον επίλογο της «Ασάλευτης ζωής»: «…σιγά μην τρέμεις, είμαστε των τραγουδιών οι μοίρες», πάντα και παντού χρειάζεται τύχη.
Πιστεύετε λοιπόν, τόσο πολύ στην τύχη;
Φ.Π.: Στα 91 μου χρόνια, παρ’ όλη την εργατικότητα, τις προσπάθειες και τους αγώνες που έκανα, τίποτε δεν εξαρτήθηκε από μένα, απλά γιατί άλλος κινούσε τα νήματα της ζωής μου. Κάποια ανώτερη δύναμη που τη λέμε Θεό, Τύχη και Πεπρωμένο. Όταν ρωτήθηκε ο Δημόκριτος «τι είναι η ζωή» είπε «Τύχη». Κι όταν τον ρώτησαν «Μετά» είπε «Και πάλι Τύχη» και πρόσθεσε πως η τύχη είναι άδικος αγωνοθέτης, γιατί, πολλές φορές, στεφανώνει τους χειρότερους. Στην εποχή μου, υπήρξαν τραγουδιστές που θα γινόντουσαν πολύ μεγάλοι αλλά σήμερα δεν τους ξέρει κανένας, γιατί απλώς υπήρξαν άτυχοι. Να, θυμάμαι τώρα τον Βάγγο Μαρά, που θα γίνονταν πολύ μεγάλος τραγουδιστής αν δεν τον έκοβε στα δύο ένα εγγλέζικο τανκ, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας στα δεκεμβριανά. Άτυχος υπήρξε και ο Τραυλός, που πήγε στη Νότια Αφρική, στο Γιοχάνεσμπουργκ, όπου και σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό.
Αν και γεννηθήκατε στην Πάτρα συνηθίζετε να λέτε ότι αισθάνεστε Κεφαλλονίτης…
Φ.Π.: Βέβαια. Τι κι αν γεννήθηκα στην Πάτρα, Καθαρά Δευτέρα, πρωί του 1920. Οι γονείς μου, όπως και όλοι οι πρόγονοι μου, ήταν Κεφαλλονίτες. Ο πατέρας μου, Ευάγγελος Παλημέρης από τα Κουβαλάτα και η μητέρα μου Αίντα Βώρρου από τον Άγιο Δημήτρη, δύο μικρά χωριά του Ληξουρίου. Το πραγματικό μου επώνυμο είναι Παλημέρης και προέρχεται από την αρχαία ονομασία του Ληξουρίου, που είναι «Παλική». Η Κεφαλλονιά είναι ένα νησί με πλούσια μουσική παράδοση. Κατάγομαι δηλαδή από τη μήτρα της φωνητικής μουσικής παράδοσης. Εκεί όπου ο δημοτικός δεκαπεντασύλλαβος και η αρμονία του επτανησιακού τετράφωνου γέννησαν θαυμάσια τραγούδια. Από του πατέρα μου το σόι, όλοι τραγουδούσαν. Το ίδιο και από της μητέρας μου. Κληρονομήσαμε λοιπόν, όλοι ωραίες φωνές. Οι αδελφές μου ήταν ένα περίφημο ντουέτο, ο αδελφός μου ο Μπάμπης έκανε και σε πολλούς δίσκους μου σεκόντα.
Είστε από τους σημαντικότερους έλληνες τραγουδιστές του 20ου αιώνα αλλά και συνθέτης και στιχουργός πολλών τραγουδιών που αγαπήθηκαν από τον πολύ κόσμο…
Φ.Π.: Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας μου, τραγούδησα πριν και μετά τον πόλεμο, γύρω στα 400 τραγούδια. Ό,τι έγραψα, το έγραψα μέσα από τη ζωή μου. Έγραψα για τους έρωτες μου, την πατρίδα μου, τους γονείς μου, τη φτώχεια, την ξενιτιά… Αλλά πάνω απ’ όλα αισθανόμουν τραγουδιστής. Το βιοποριστικό μου επάγγελμα ήταν αυτό. Όσα όμως τραγούδια έγραψα ξεκινούσαν από την ψυχή μου, με ανθρωπιά και πάνω απ’ όλα με ειλικρίνεια. Δεν λέω, και σήμερα γράφονται τέτοια τραγούδια από σημαντικούς συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδοποιούς αλλά δυστυχώς προβάλλονται κατά κόρον, κάτι τραγούδια ανόητα, με δύο λέξεις επαναλαμβανόμενες. Τα τραγούδια στην εποχή μου, αυτά που απευθύνονταν στον πολύ κόσμο, καθένα ήταν και μία ιστορία αληθινή.
Μία ιστορία αληθινή, σας θέλει τον ιθύνοντα νου του τετράχορδου μπουζουκιού…
Φ.Π.: Όταν πρωτοείδα το Μανώλη Χιώτη να παίζει μπουζούκι ήταν σ’ ένα μεγάλο μαγαζί, στην οδό Αχαρνών, αν θυμάμαι καλά. Τότε ο Μανώλης έπαιζε τρίχορδο μπουζούκι. Το τρίχορδο για μένα είναι ένα ατελές όργανο, γιατί την πρώτη και την Τρίτη χορδή, τις κουρδίζεις στην ίδια νότα. Συζητώντας λοιπόν με τον Μανώλη, του λέω: «Γιατί δεν βάζεις τέταρτη χορδή στο μπουζούκι, να το κουρδίζεις σαν κιθάρα, να έχεις ακόρντα τετράχορδα και ποζισιόνες, θέσεις όπως λέμε». Ο Μανώλης τρελάθηκε από τη χαρά του και το έκανε αυτό με τεράστια επιτυχία. Από τότε το μπουζούκι καθιερώθηκε σαν πλήρες όργανο.