Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

«Ζυλ Ντασσέν: ένας Αμερικανός Έλληνας»



                                           

 

Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης

«Ζυλ Ντασσέν: ένας Αμερικανός Έλληνας»
«Ο Ντασσέν κατόρθωσε να συνδυάσει την παραδοσιακή αφηγηματικότητα του κινηματογράφου του Χόλιγουντ με το οπτικό στυλ του ευρωπαϊκού κινηματογράφου [...]. Το ντοκιμαντερίστικο ύφος του, η χρήση φυσικών χώρων και η εμμονή του στα αστικά τοπία, άσκησαν πολύ μεγάλη επιρροή σ’ έναν σημαντικό αριθμό κινηματογραφικών δημιουργών». 
Μάρτιν Σκορσέζε  

Η Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης συνεχίζει τη δραστηριότητά της παρουσιάζοντας ένα αντιπροσωπευτικό αφιέρωμα στον σπουδαίο δημιουργό Ζυλ Ντασσέν / Jules Dassin, με τίτλο «Ζυλ Ντασσέν: ένας Αμερικανός Έλληνας», το οποίο θα πραγματοποιηθεί από την Πέμπτη 18 έως την Κυριακή 21 Απριλίου 2013 στην Αίθουσα Τάκης Κανελλόπουλος (Μουσείο Κινηματογράφου - Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης, Αποθήκη Α΄, Λιμάνι).  
Το αφιέρωμα περιλαμβάνει τις ταινίες: O δήμιος των κολασμένων / Brute Force (ΗΠΑ, 1947), Ριφιφί / Du rififi chez les hommes (Γαλλία, 1955),
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται / Celui qui doit mourir (Γαλλία-Ιταλία, 1957) και Δέκα και μισή, καλοκαίρι βράδυ / 10:30 P.M. Summer (ΗΠΑ-Ισπανία, 1966).
Mε αφορμή το αφιέρωμα της Ταινιοθήκης Θεσσαλονίκης, η μονογραφία «Jules Dassin» που εκδόθηκε στο πλαίσιο του αναδρομικού αφιερώματος του 34ου ΦΚΘ στο έργο του σκηνοθέτη, θα πωλείται με έκπτωση από τα 4 στα 2 ευρώ.
Πρόγραμμα προβολών

Πέμπτη 18 Απριλίου
19.00               O δήμιος των κολασμένων
21.30               Δέκα και μισή, καλοκαίρι βράδυ 
Παρασκευή 19 Απριλίου
19.00               Ο Χριστός ξανασταυρώνεται
21.30               Ριφιφί
Σάββατο 20 Απριλίου
19.00               Δέκα και μισή, καλοκαίρι βράδυ 
21.30               Ο Χριστός ξανασταυρώνεται
Κυριακή 21 Απριλίου
19.00               Ριφιφί
21.30               O δήμιος των κολασμένων

Οι ταινίες
O δήμιος των κολασμένων / Brute Force
(ΗΠΑ, 1947)
Σκηνοθεσία: Ζυλ Ντασσέν. Ασπρόμαυρη, 98΄. 
Σε μια σκληρή και απάνθρωπη φυλακή που καταδυναστεύεται από έναν αδίστακτο και σαδιστή αρχιφύλακα, έξι άντρες αποφασίζουν να δραπετεύσουν. Μέσα από διάφορα φλας-μπακ, γνωρίζουμε κάποια βασικά στοιχεία για τη ζωή και το χαρακτήρα τους. Ωστόσο, η απόπειρα απόδρασης αποτυγχάνει και η βίαιη εξέγερση που αναπόφευκτα ξεσπά, καταλήγει σ’ ένα λουτρό αίματος...
Ο Δήμιος των κολασμένων είναι η ένατη ταινία του Ζυλ Ντασσέν και η πρώτη του σημαντική: πρόκειται για μια εξαιρετική αλληγορία για την βία και τη δίψα της ελευθερίας, γυρισμένη με  ωμό ρεαλισμό και άγρια δύναμη, όπως είναι και ο πρωτότυπος τίτλος της. Οι εικόνες της φυλακής (μεταφορική μικρογραφία των ναζιστικών στρατοπέδων), ο εγκλεισμός και η απελπισμένη εξέγερση συνομιλούν με τον εξπρεσιονισμό (σε αισθητικό επίπεδο) και την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας των ταινιών του Φριτς Λανγκ. Γράφει ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος: «Ο Δήμιος των κολασμένων είναι ένα φιλμ συγχρόνως ρεαλιστικό και εξπρεσιονιστικό. Μια φυλακή στην κόλαση, σαν σύμβολο μιας αδυσώπητης ναζιστικής τάξης, αλλά και σαν απόμακρη σκοτεινή αλληγορία του άφευκτου. Κυρίαρχο στοιχείο η ακρότατη βία:  βία των δεσμοφυλάκων, του συστήματος, του ημίτρελου αρχιφύλακα που ακούει Βάγκνερ. Η πίεση αυξάνεται σταθερά και φριχτά, αντιχτυπιέται στους κλειστούς τοίχους και γεννάει πελώριες αντίρροπες δυνάμεις εκδίκησης. Ο φυσικός πόθος της ελευθερίας φουσκώνει σε υστερική ορμή ως την αυτοκαταστροφή. Η βαρβαρική έκρηξη ψάλλεται από τον Ντασσέν σαν ωδή στην απελπισία και την τελική αξιοπρέπεια του ανθρώπου που έχασε τα πάντα...». Η απεγνωσμένη και εκ των προτέρων χαμένη, γι’ αυτό και απόλυτα τραγική, μάχη  των ανθρώπων αυτών που το μόνο που θέλουν είναι να διατηρήσουν την αξιοπρέπεια και το ηθικό τους ανάστημα μέσα σ’ ένα πραγματικό κολαστήριο, έβαλε τον Ζυλ Ντασσέν κατευθείαν στο στόχαστρο του γερουσιαστή Μακάρθι. Κορυφαία η ερμηνεία του 33χρονου Μπαρτ Λάνκαστερ στη δεύτερη κινηματογραφική του εμφάνιση.
Ριφιφί / Du rififi chez les hommes
(Γαλλία, 1955)
Σκηνοθεσία: Ζυλ Ντασσέν. Ασπρόμαυρη, 122΄.
Μια συμμορία τεσσάρων διαρρηκτών (δύο Γάλλοι και δύο Ιταλοί) σχεδιάζουν μια ληστεία σ’ ένα μεγάλο κοσμηματοπωλείο του Παρισιού. Το εγχείρημα επιτυγχάνει, αλλά κάτι, στο φαινομενικά τέλειο σχέδιο, πηγαίνει στραβά και τα πράγματα παίρνουν μια απρόβλεπτη, όσο και τραγική τροπή...
Το Ριφιφί, γυρισμένο το 1955 σ’ ένα Παρίσι βουτηγμένο σε μια σκοτεινή ατμόσφαιρα, είναι η δεύτερη ευρωπαϊκή ταινία του διωγμένου από την Μακαρθική λαίλαπα Ζυλ Ντασσέν - έχει προηγηθεί το 1950 το αριστούργημά του Η νύχτα και η πόλη στο Λονδίνο. Κλασική  ταινία που καθιέρωσε τον όρο «ριφιφί» (διάρρηξη με τρύπημα στο ταβάνι), όχι μόνο ανανεώνει το είδος του gangster film, αλλά το μπολιάζει με την αναπότρεπτα τραγική μοίρα των ηρώων του νουάρ. Ταυτόχρονα διαπλέκει με τρόπο θαυμαστό  το ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία (βασικό χαρακτηριστικό της σκηνοθετικής του αντίληψης), ενώ η μαύρη ποιητική οπτική του πάνω στις μεγάλες πόλεις και στο αστικό τοπίο, είναι και εδώ, στην «Πόλη του Φωτός», παρούσα. Στο Ριφιφί, όπου ο ίδιος ο σκηνοθέτης ερμηνεύει θαυμάσια έναν από τους κεντρικούς ρόλους, συνυπάρχουν ο πεσιμισμός και το έντονα κριτικό βλέμμα πάνω στην κοινωνία, των αμερικανικών ταινιών του, με τον παρακμασμένο ουμανισμό της  ευρωπαϊκής παράδοσης – ενώ στο πυρήνα του (σε γκανγκστερικό περιτύλιγμα) εμπεριέχονται πάντα τα ανθρώπινα πάθη: το κυνήγι του ονείρου για μια καλύτερη ζωή, ο εύκολος δρόμος και οι λάθος κινήσεις, η φιλία, η συντροφικότητα, η προδοσία, η απληστία, η συγχώρεση. Ο Στεφανουά, εξαιρετικά ερμηνευμένος από τον σπουδαίο γάλλο ηθοποιό Ζαν Σερβέ, σκιαγραφείται ανάγλυφα, με βάση τον λόγο της τιμής, τη μπέσα και την αυστηρά προσωπική ηθική και διαθέτει υπαρξιακό βάθος, κάτι που θα συναντήσουμε αργότερα και στους ήρωες του Ζαν Πιερ Μελβίλ. Το φωτοστέφανο πάντως της ταινίας, είναι αναμφίβολα η 30λεπτη κι εντελώς βουβή σεκάνς της διάρρηξης (έξοχο δείγμα καθαρού κινηματογράφου), ένα πραγματικό μάθημα κλιμάκωσης της αφηγηματικής έντασης και διαχείρισης του κινηματογραφικού χρόνου. Το Ριφιφί θα είναι η πρώτη ταινία του Ζυλ Ντασσέν που θα προβληθεί στη Αμερική μετά τον διωγμό του, σε μια μικρή αίθουσα της Νέας Υόρκης, σπάζοντας το εμπάργκο που του είχε επιβληθεί από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών.
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται / Celui qui doit mourir
(Γαλλία-Ιταλία, 1957)
Σκηνοθεσία: Ζυλ Ντασσέν. Ασπρόμαυρη, 122΄.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι κάτοικοι ενός χωριού της Κρήτης εγκαταλείπουν τα σπίτια και τη γη τους έπειτα από ένα πογκρόμ των Τούρκων και κυνηγημένοι φτάνουν μετά από πολυήμερη πεζοπορία στη Λυκόβρυση,  ένα πλούσιο χωριό, όπου οι κάτοικοι ετοιμάζονται για την αναπαράσταση των Παθών του Χριστού και του μαρτυρίου της Σταύρωσης, σύμφωνα με ένα παλιό έθιμο. Οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες μπαίνουν ταλαιπωρημένοι με επικεφαλής τον ιερέα τους, τον παπα-Φώτη, στην πλατεία του χωριού. Ενώ οι κάτοικοι τούς προσφέρουν τροφή και καταφύγιο, αντίθετα ο τοπικός ιερέας, ο παπα-Γρηγόρης και οι προύχοντες, τούς αντιμετωπίζουν  εχθρικά, καθώς θεωρούν ότι οι νεοφερμένοι παρίες είναι απειλή για τα συμφέροντα και τα κεκτημένα τους: «τόπος για τους χολεριασμένους» κραυγάζει ο παπα-Γρηγόρης, «δεν υπάρχει». Έτσι, το μπουλούκι των κυνηγημένων, αλλά υπερήφανων χωρικών, ανεβαίνει, κουβαλώντας τον σταυρό του μαρτυρίου, το δικό του Γολγοθά: το ξερό βουνό της Σαρακίνας που δεσπόζει στην περιοχή...
Αυτή η ταινία, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σηματοδοτεί την αρχή της ελληνικής περιπέτειας του Ζυλ Ντασσέν, όταν το 1955 στο Φεστιβάλ Καννών όπου συμμετείχε με το Ριφιφί  συναντά την γυναίκα της ζωής του, τη Μελίνα, η οποία πρωταγωνιστούσε ως Στέλλα στην ομότιτλη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη. Γυρισμένη στα Κριτσά της Κρήτης, με κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη, τη Μελίνα στο ρόλο της Μαγδαληνής και τον Ζαν Σερβέ σ’ εκείνον του Χριστού, η ταινία ουσιαστικά είναι το βάπτισμα του αμερικανοεβραίου σκηνοθέτη στην κουλτούρα της ελληνικότητας, την οποία τίμησε όσο λίγοι. Λέει ο ίδιος σχετικά με τα γυρίσματα: «Μια από τις ευτυχέστερες εμπειρίες της ζωή μου ήταν η συνεργασία με τους κατοίκους της Κριτσάς και των γύρω χωριών που συμμετείχαν στην ταινία. Οι πιο πολλοί δεν ήξεραν γράμματα κι έτσι τα βράδια, όταν γύριζαν από τα χωράφια, μαζευόμασταν στην αυλή του σχολείου και με διερμηνέα τη Μελίνα, τους μιλούσαμε για το βιβλίο και τις σκηνές που θα γυρνούσαμε. Υπέροχη εμπειρία… Στο βιβλίο, ξέρετε, υπάρχουν οι φτωχοί και οι πλούσιοι, οι προύχοντες του χωριού. Ε, λοιπόν, κανείς δεν ήθελε να παίξει έναν από τους προύχοντες! Εκεί όμως που δεν πείθονταν με τίποτα ήταν στο να παίξουν τους Τούρκους. Ξέρετε τελικά ποιοι έπαιξαν τους Τούρκους; Καουμπόυδες από τη διπλανή Αμερικανική Βάση...». Έγραψε ο Νίκος Κολοβός για την ταινία: «Η καταστροφική και αναγεννητική βία, το ατομικό και κοινωνικό πάθος για την ελευθερία, η ιδιαίτερη ταυτότητα του κρητικού λαού, ο ήλιος και η πέτρα, η οξύτητα του ζωικού ενστίκτου και η δαιμονική έλξη του θανάτου, αναδείχθηκαν με στυλ, σ’ αυτή τη μεγάλη κοινωνική τοιχογραφία...». 
Δέκα και μισή, καλοκαίρι βράδυ / 10:30 P.M. Summer
(ΗΠΑ-Ισπανία, 1966)
Σκηνοθεσία: Ζυλ Ντασσέν. Έγχρωμη, 85΄.
Στη διάρκεια μιας βίαιης νυχτερινής καλοκαιρινής καταιγίδας, σ’ ένα ισπανικό χωριό διαπράττεται ένα έγκλημα πάθους: ο νεαρός αγρότης  Ροδρίγο σκοτώνει την άπιστη γυναίκα του και τον εραστή της. Λίγο μετά φτάνουν εκεί με το αυτοκίνητό τους ένα παντρεμένο ζευγάρι, ο Πωλ και η Μαρία με την μικρή τους κόρη, παρέα με την καλύτερη φίλη της συζύγου την Κλερ, που τους συνοδεύει στις διακοπές τους. Η Μαρία, γνωρίζοντας ότι η φίλη της είναι ερωμένη του άντρα της, συνειδητοποιεί ότι ουσιαστικά ο γάμος τους έχει ναυαγήσει οριστικά και πνίγει την θλίψη της στο ποτό. Κάποια στιγμή, στη διάρκεια της νύχτας, βοηθά τον κυνηγημένο νεαρό να ξεφύγει από τα πλοκάμια της αστυνομίας που τον αναζητά, αλλά το επόμενο πρωί το πτώμα του ανακαλύπτεται πεταμένο στα χωράφια...
Ερωτικό μελόδραμα απιστίας, βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Μαργκερίτ Ντυράς, η ταινία αυτή, γυρισμένη στην ισπανική ενδοχώρα, είναι μια από τις λιγότερο γνωστές, μοναχικές και αταξινόμητες του Ζυλ Ντασσέν. Έχοντας στο κέντρο της ένα τυπικό ερωτικό τρίγωνο, η ταινία ουσιαστικά μιλά για το σβήσιμο της σεξουαλικής φλόγας, την αποξένωση μέσα στην σχέση, την προδοσία και  για το αδιάβατο πέρασμα από τον έρωτα στην συντροφικότητα και την αγάπη. Ακτινογραφώντας λοιπόν τον αχαρτογράφητο γυναικείο ψυχισμό, η ιστορία αφορά στο θέμα της προδοσίας, της διαχείρισης του πένθους, το τέλος της ερωτικής επιθυμίας και το ανεπούλωτο τραύμα που αφήνει πίσω της. Ο εξόχως ποιητικός όσο και διεισδυτικός στα εσωτερικά τοπία,  λόγος της Ντυράς είναι πάντα πολύ δύσκολο να μετατραπεί σε σενάριο και να αποτυπωθεί με επιτυχία στην οθόνη. Γι’ αυτό και ο Ντασσέν έξυπνα «λεκιάζει» την ταινία με νουάρ ατμόσφαιρες και εκμεταλλευόμενος στο έπακρο την τραγική διάσταση του διπλού φονικού και της καταδίωξης του δολοφόνου από την  αστυνομία που έχει αποκλείσει το χωριό, σχολιάζει έμμεσα την ανελεύθερη Ισπανία του Φράνκο. Ταυτόχρονα, χάρη στις εξαιρετικές επιδόσεις του οπερατέρ Γκαμπόρ Πογκάνι «πιάνει» το βροχερό σκοτάδι, αλλά και το εκτυφλωτικό φως του καλοκαιριού της Ανδαλουσίας. Πανέμορφη η Ρόμι Σνάιντερ στον ρόλο της Κλερ.
(Αποσπάσματα των κειμένων και στοιχεία αντλήθηκαν από την μονογραφία για τον Ζυλ Ντασσέν, η οποία εκδόθηκε με την ευκαιρία του αναδρομικού αφιερώματος στο έργο του που διοργανώθηκε στο πλαίσιο του 34ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1993).

Οι εκδηλώσεις της Ταινιοθήκης Θεσσαλονίκης χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013. 
 



Δεν υπάρχουν σχόλια: