Όταν ξανάπεσα πάνω της
-Νομίζω αληθινά τυχαία-
Δυο λέξεις , κι έφυγα γρήγορα.
Στο δρόμο μου έφυγε το ένα χέρι, πολύς αέρας
φυσούσε
Και μάτωσε το στόμα μου
Απαίσια γεύση,
σαπισμένων δοντιών που πέφτουν σαν σε όνειρο.
Ξαναδώσαμε ένα τηλέφωνο.
Έκανε κι έναν περίεργο καιρό
Καφετί, τον έλεγες
Μνήμες νειάτων με τα γήινα χρώματα.
Θα πάρω τηλέφωνο με το άλλο χέρι
Θα μιλάω προσεχτικά μην ακούγεται το κενό στο
στόμα
Θα πληρώσω κάποιους λογαριασμούς
Έτσι που να την πάρω, με λίγη αυτοεκτίμηση.
Τις μέρες αυτές όλα επιταχύνονται
Τα απρόβλεπτα που πάντα έρχονται κατά καιρούς,
ήρθαν κατά ριπές.
Μου αρέσει να κοιτώ τα βουλωμένα ρείθρα,
κάτι σαν φραγή χασίματος.
Χάνω και τα τελευταία... και εμφανίζεται
Όλη- σαν σε πασαρέλα-η στριμωγμένη μου μνήμη
Ποτέ δεν περίμενα τα βότσαλα
να μου μιλούν
Ποτέ δεν περίμενα να μη κυνηγιέμαι
Ποτέ δεν περίμενα απάντηση στα τηλέφωνα
Ποτέ δεν περίμενα ένα όνειρο να ροδίζει
Και να το προλάβω.
του Νίκου Κυριακίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου