Το φάντασμα της αξόδευτης Αγάπης
1. Αν στέρηση είναι να μην έχεις αυτό που επιθυμείς, ανικανοποίητο είναι να έχεις μεν αυτό που επιθυμείς, αλλά να μη σου προσφέρει τη γεύση που περίμενες να σου προσφέρει. Η απόκτησή του να αποδεικνύεται απογοητευτική. O άνθρωπος σήμερα μαραίνεται μέσα στην εποχή του ανικανοποίητου.
Κι αν, όταν στερείσαι, μπορείς να ονειρεύεσαι και να προσδοκάς, μέσα στην ανικανοποίητη καθημερινότητα και τις απανωτές απογοητεύσεις -όχι απ’ αυτά που δεν έχεις αλλά απ’ αυτά που έχεις-, δεν ξέρεις πια τι ακριβώς να επιθυμήσεις. Από παντού ακούς χείλη πικρά να συμπεραίνουν πως δεν υπάρχει συναίσθημα, δεν υπάρχει φιλία, δεν υπάρχει εμπιστοσύνη, αξίες, φιλότιμο. Οι άνθρωποι παραπονιούνται πως δεν τους αγαπούν. Είναι εξάρτηση να περιμένεις από τους άλλους να σου χαρίσουν την αγάπη.
Η αγάπη όντως είναι η μεγάλη πλήρωση της ύπαρξης, αλλά μόνο όταν πρόκειται για αγάπη που δίνεις. Όσο κι αν αγαπιέσαι, το ανικανοποίητο θα επιμένει ζοφώδες στην καρδιά, αν αυτή η καρδιά δεν μπορεί να αγαπήσει. Γεμίζουμε μονάχα απ’ την αγάπη που εμείς δίνουμε, από την πίστη που ασκούμε, από όσα δικά μας χαρίζουμε. Ακόμη κι η ψυχή διά της απωλείας της κερδίζεται. Είναι μοίρα ή ελεύθερη επιλογή η ικανότητά μας στο συναίσθημα;
Πρέπει να είναι ελεύθερη επιλογή, γι’ αυτό και η καρδιά είναι διαρκώς θυμωμένη με τον μίζερο εαυτό μας που τη στενεύει. Κι αν είναι δύσκολο να βρίσκουμε αγάπες, είναι πολύ πιο δύσκολο να αγαπάμε· προϋποθέτει μεταστροφή της εγωιστικά εκπαιδευμένης προσωπικότητάς μας κάτι τέτοιο. Όσο την αρνούμαστε τη μεταμόρφωση, η επιδημία της ανίας και της κατάθλιψης εξαπλώνεται, σαν φάντασμα στοιχειώνει τη ζωή μας. Λέγεται πως: "Μελαγχολία είναι η αξόδευτη αγάπη…"
2. «Τα παιδιά γνωρίζουν για μας περισσότερα από όσο εμείς για τον εαυτό μας, για το τι συμβαίνει στην οικογένεια, κι ας το κρατούν επτασφράγιστο μυστικό οι μεγάλοι. Ξεχωρίζουν αυτόματα ποιος ξένος είναι καλός άνθρωπος, τις προθέσεις του, την ψυχική του ποιότητα, αγαπούν σπαρακτικά, θυσιαστικά τα σκυλάκια, τα πουλιά, όλα τα ελάχιστα και ασθενή του κόσμου, γιατί καταλαβαίνουν τη μετοχή τους στην Αλήθεια.
Και πόσο δύσκολο να θες να διδάξεις στα παιδιά του Παραδείσου τους κανονισμούς της δικής μας κατάστασης, της πτώσης μας. Να τα προσαρμόσεις! Πού;…Να τους αφαιρείς την αγαλλίαση, την έκσταση, κάνοντάς τα όλο και πιο λογικά, συμβατικά λογικά, να τα πονηρεύεις να επιζήσουν. Για να επιζήσουν θα πρέπει να τους μειώνεις και να τους λερώνεις το να ζουν.
Να τα κατεβάσεις από το υπέρλογο όπου ταξιδεύουν σαν άγγελοι και να τα προσγειώσεις στον κόσμο που τόσο συμβιβασμένα και μίζερα φτιάξαμε όπως-όπως οι μεγάλοι. Να τους περιορίσεις την απέραντη ύπαρξη σε μια κοσμική, άρα υποκριτική ύπαρξη. Ίσως γι’ αυτό είναι συχνά μελαγχολικά κι απόμακρα, ίσως γι’ αυτό όσο πάνε προς την εφηβεία μας βγάζουν το θυμό τους. Μια αχνή αίσθηση εξορίας στο βλέμμα τους ανατέλλει από νωρίς.»
4. «Δεν είναι κακό να ζει κανείς μόνος, αντιθέτως, όποιος ασκηθεί να αντέχει τη μοναξιά έχει τη δύναμη να αντέχει πάρα πολλά και όχι μόνο να αντέχει αλλά και να απολαμβάνει πάρα πολλά που αλλιώς δε θα μπορούσε να διακρίνει. Η μοναξιά είναι το ορυχείο της δύναμης και της αυτογνωσίας. Δεν ζει καλά κανείς παρά μόνος, έφτασε να λέει ο Διονύσιος Σολωμός. Μια μοναξιά όμως που δεν αποτελεί καταφύγιο δειλίας. Μόνο τότε. Η επιλεγμένη μοναχικότητα όχι η εξαναγκαστική».
3. «Τα μικρά παιδιά δεν φτιάχνουν μύθους γιατί τα παιδιά ζουν απ’ ευθείας χωρίς διερμηνείς και μεσάζοντες. Η πραγματικότητα των παιδιών είναι τα παραμύθια μας και η παραμυθία μας για το χαμένο παράδεισο στην εξορία μας. Τα παιδιά από μόνα τους ξέρουν. Μπορούν ν’ αποκρυπτογραφούν τα μαγικά σημάδια του κόσμου γιατί την έχουν την καθαρή όραση που συλλαμβάνει τα άφαντα, ενώ εμείς τη χάσαμε με τα χρόνια και με τις γνώσεις.
Τα παιδιά είναι σοβαρότερα και συνεπέστερα απ’ τους μεγάλους γι’ αυτό κι εγώ στο παλιό ζαρωμένο παιδί που απέμεινε μέσα μου προστρέχω όταν είναι να αισθανθώ τα πιο σπουδαία. Ένα παιδί από παλιά κι από βαθιά βγαίνει κι αποφασίζει στις εσχατιές της ζωής μας. Υπάρχει ένα παιδί μέσα μου που ξέμεινε, δεν την ξεχνά την ποίηση των πραγμάτων που χρόνια πριν αντίκρυσε και ζει με την αόριστη νοσταλγία της ανικανοποίητο πια και λυπημένο. Γιατί τίποτα δεν συγκρίνεται με την ποίηση των πράγματων στην παιδική ματιά, όλα είναι κατώτερά της από δω κι ύστερα.»
Πηγή: Μάρω Βαμβουνάκη
http://anakalypsi.blogspot.gr/2014/02/blog-post_8143.html
1. Αν στέρηση είναι να μην έχεις αυτό που επιθυμείς, ανικανοποίητο είναι να έχεις μεν αυτό που επιθυμείς, αλλά να μη σου προσφέρει τη γεύση που περίμενες να σου προσφέρει. Η απόκτησή του να αποδεικνύεται απογοητευτική. O άνθρωπος σήμερα μαραίνεται μέσα στην εποχή του ανικανοποίητου.
Κι αν, όταν στερείσαι, μπορείς να ονειρεύεσαι και να προσδοκάς, μέσα στην ανικανοποίητη καθημερινότητα και τις απανωτές απογοητεύσεις -όχι απ’ αυτά που δεν έχεις αλλά απ’ αυτά που έχεις-, δεν ξέρεις πια τι ακριβώς να επιθυμήσεις. Από παντού ακούς χείλη πικρά να συμπεραίνουν πως δεν υπάρχει συναίσθημα, δεν υπάρχει φιλία, δεν υπάρχει εμπιστοσύνη, αξίες, φιλότιμο. Οι άνθρωποι παραπονιούνται πως δεν τους αγαπούν. Είναι εξάρτηση να περιμένεις από τους άλλους να σου χαρίσουν την αγάπη.
Η αγάπη όντως είναι η μεγάλη πλήρωση της ύπαρξης, αλλά μόνο όταν πρόκειται για αγάπη που δίνεις. Όσο κι αν αγαπιέσαι, το ανικανοποίητο θα επιμένει ζοφώδες στην καρδιά, αν αυτή η καρδιά δεν μπορεί να αγαπήσει. Γεμίζουμε μονάχα απ’ την αγάπη που εμείς δίνουμε, από την πίστη που ασκούμε, από όσα δικά μας χαρίζουμε. Ακόμη κι η ψυχή διά της απωλείας της κερδίζεται. Είναι μοίρα ή ελεύθερη επιλογή η ικανότητά μας στο συναίσθημα;
Πρέπει να είναι ελεύθερη επιλογή, γι’ αυτό και η καρδιά είναι διαρκώς θυμωμένη με τον μίζερο εαυτό μας που τη στενεύει. Κι αν είναι δύσκολο να βρίσκουμε αγάπες, είναι πολύ πιο δύσκολο να αγαπάμε· προϋποθέτει μεταστροφή της εγωιστικά εκπαιδευμένης προσωπικότητάς μας κάτι τέτοιο. Όσο την αρνούμαστε τη μεταμόρφωση, η επιδημία της ανίας και της κατάθλιψης εξαπλώνεται, σαν φάντασμα στοιχειώνει τη ζωή μας. Λέγεται πως: "Μελαγχολία είναι η αξόδευτη αγάπη…"
2. «Τα παιδιά γνωρίζουν για μας περισσότερα από όσο εμείς για τον εαυτό μας, για το τι συμβαίνει στην οικογένεια, κι ας το κρατούν επτασφράγιστο μυστικό οι μεγάλοι. Ξεχωρίζουν αυτόματα ποιος ξένος είναι καλός άνθρωπος, τις προθέσεις του, την ψυχική του ποιότητα, αγαπούν σπαρακτικά, θυσιαστικά τα σκυλάκια, τα πουλιά, όλα τα ελάχιστα και ασθενή του κόσμου, γιατί καταλαβαίνουν τη μετοχή τους στην Αλήθεια.
Και πόσο δύσκολο να θες να διδάξεις στα παιδιά του Παραδείσου τους κανονισμούς της δικής μας κατάστασης, της πτώσης μας. Να τα προσαρμόσεις! Πού;…Να τους αφαιρείς την αγαλλίαση, την έκσταση, κάνοντάς τα όλο και πιο λογικά, συμβατικά λογικά, να τα πονηρεύεις να επιζήσουν. Για να επιζήσουν θα πρέπει να τους μειώνεις και να τους λερώνεις το να ζουν.
Να τα κατεβάσεις από το υπέρλογο όπου ταξιδεύουν σαν άγγελοι και να τα προσγειώσεις στον κόσμο που τόσο συμβιβασμένα και μίζερα φτιάξαμε όπως-όπως οι μεγάλοι. Να τους περιορίσεις την απέραντη ύπαρξη σε μια κοσμική, άρα υποκριτική ύπαρξη. Ίσως γι’ αυτό είναι συχνά μελαγχολικά κι απόμακρα, ίσως γι’ αυτό όσο πάνε προς την εφηβεία μας βγάζουν το θυμό τους. Μια αχνή αίσθηση εξορίας στο βλέμμα τους ανατέλλει από νωρίς.»
3. «Τίποτα
μα τίποτα δεν εξοργίζει τον άνθρωπο όσο το να του στερούν την ελευθερία
του, να μην του επιτρέπουν να είναι ο εαυτός του, είτε το καταλαβαίνει
συνειδητά είτε όχι. ….. Μόνο από τον εαυτό μας κινδυνεύουμε, μόνο εκεί
στο βυθό του βρίσκεται η Κόλαση κι ο Παράδεισός μας, γι αυτό και προς τα
κει, προς τα μέσα, αξίζει να οδοιπορούμε. Κάθε δρόμος, και ο πιο
μακρινός, και ο πιο φιλόδοξος πνευματικά, από και περνάει. Από κει
περνάει ακόμα και η απάρνηση του εαυτού όταν την αποφασίσουμε. Γι αυτό
θυμώνουμε όταν μας εμποδίζουν το μόνο δημιουργικό ταξίδι ζωής: να βρούμε
τον εαυτό μας.»
4. «Δεν είναι κακό να ζει κανείς μόνος, αντιθέτως, όποιος ασκηθεί να αντέχει τη μοναξιά έχει τη δύναμη να αντέχει πάρα πολλά και όχι μόνο να αντέχει αλλά και να απολαμβάνει πάρα πολλά που αλλιώς δε θα μπορούσε να διακρίνει. Η μοναξιά είναι το ορυχείο της δύναμης και της αυτογνωσίας. Δεν ζει καλά κανείς παρά μόνος, έφτασε να λέει ο Διονύσιος Σολωμός. Μια μοναξιά όμως που δεν αποτελεί καταφύγιο δειλίας. Μόνο τότε. Η επιλεγμένη μοναχικότητα όχι η εξαναγκαστική».
Η μοναξιά είναι από χώμα...
1. «Το δικό μου το πολύ πως να χωρέσει στο δικό σου το λίγο! Κι οι δυο μας δυσανασχετούσαμε δικαιολογημένα.
Όμως μέσα σ' αυτό το λίγο σου, σ' αυτό το περιορισμένο σου, είχα την κακοτυχία να διακρίνω σκιές περαστικές που με πυρπόλησαν. Σκιές του απέραντου. Αυτό που δεν έλεγχες, αυτό που δεν γνώριζες, προσπερνούσε από μια σου έκφραση, από μια σου χειρονομία τυχαία και με καθήλωνε.
Δεν περιγράφεται η ματιά, η κίνηση, ο ήχος.
Ό,τι κι αν σου πω δεν θα σου μεταδώσω αυτό που μ' έκανε να σε θέλω έτσι. Το απέραντο είναι άπιαστο, απερίγραπτο, ακαθόριστο. Χιλιάδες να λέω εναντίον σου αμέσως θα παραλύσουν μπροστά στη γρήγορη κίνηση του χεριού σου μόλις σηκωθεί για να φτάσει στα χείλη σου και να δαγκώσεις το μικρό σου νυχάκι σμίγοντας τα φρύδια σα να σκέφτεσαι κάτι δύσκολο.
Για μια τέτοια κίνηση, κάποιες ώρες, ένιωθα έτοιμος και τη ζωή μου να δώσω.
Για μια τέτοια κίνηση!
Σαν σινιάλο άλλων κόσμων ερχόταν προς εμένα κι ανέτρεπε όσα σου καταμαρτυρούσα. Από κατήγορο με μετέτρεπε σε ζητιάνο σου!
Για μια τέτοια κίνηση!
Δεν θα απορήσω ποτέ ξανά για το τι είναι εκείνο που αλυσοδένει ένα ζευγάρι. Δεν φαίνεται αυτό που αλυσοδένει. Εμείς οι απ' έξω δεν βλέπουμε τίποτα όμως ένας άντρας κανείς δεν ξέρει τι σινιάλα δέχεται από το βλέμμα μια γυναίκας, απ' την ανάσα της, από το γέλιο της, από την πιο ανεπαίσθητη χειρονομία της, από το άρωμά της.
Όμως μέσα σ' αυτό το λίγο σου, σ' αυτό το περιορισμένο σου, είχα την κακοτυχία να διακρίνω σκιές περαστικές που με πυρπόλησαν. Σκιές του απέραντου. Αυτό που δεν έλεγχες, αυτό που δεν γνώριζες, προσπερνούσε από μια σου έκφραση, από μια σου χειρονομία τυχαία και με καθήλωνε.
Δεν περιγράφεται η ματιά, η κίνηση, ο ήχος.
Ό,τι κι αν σου πω δεν θα σου μεταδώσω αυτό που μ' έκανε να σε θέλω έτσι. Το απέραντο είναι άπιαστο, απερίγραπτο, ακαθόριστο. Χιλιάδες να λέω εναντίον σου αμέσως θα παραλύσουν μπροστά στη γρήγορη κίνηση του χεριού σου μόλις σηκωθεί για να φτάσει στα χείλη σου και να δαγκώσεις το μικρό σου νυχάκι σμίγοντας τα φρύδια σα να σκέφτεσαι κάτι δύσκολο.
Για μια τέτοια κίνηση, κάποιες ώρες, ένιωθα έτοιμος και τη ζωή μου να δώσω.
Για μια τέτοια κίνηση!
Σαν σινιάλο άλλων κόσμων ερχόταν προς εμένα κι ανέτρεπε όσα σου καταμαρτυρούσα. Από κατήγορο με μετέτρεπε σε ζητιάνο σου!
Για μια τέτοια κίνηση!
Δεν θα απορήσω ποτέ ξανά για το τι είναι εκείνο που αλυσοδένει ένα ζευγάρι. Δεν φαίνεται αυτό που αλυσοδένει. Εμείς οι απ' έξω δεν βλέπουμε τίποτα όμως ένας άντρας κανείς δεν ξέρει τι σινιάλα δέχεται από το βλέμμα μια γυναίκας, απ' την ανάσα της, από το γέλιο της, από την πιο ανεπαίσθητη χειρονομία της, από το άρωμά της.
2. «Πώς
ν’ απαλλάξω τη σκέψη μου απ’ τις ερμηνείες των άλλων έτσι που να μη σου
λέω «σ’ αγαπώ»,γιατί όσα κάνουμε μιμούνται τις ταινίες,τα διαβάσματα,τα
τραγούδια που μας πρωτοδίδαξαν αυτή τη φράση;Να σου λέω «Σ’
ΑΓΑΠΩ»,γιατί ένα αρχέγονο κύμα βγαίνει από βαθιά μου,πρωτοφανές,άγνωστο
και λέει έτσι… «
3. «Τα μικρά παιδιά δεν φτιάχνουν μύθους γιατί τα παιδιά ζουν απ’ ευθείας χωρίς διερμηνείς και μεσάζοντες. Η πραγματικότητα των παιδιών είναι τα παραμύθια μας και η παραμυθία μας για το χαμένο παράδεισο στην εξορία μας. Τα παιδιά από μόνα τους ξέρουν. Μπορούν ν’ αποκρυπτογραφούν τα μαγικά σημάδια του κόσμου γιατί την έχουν την καθαρή όραση που συλλαμβάνει τα άφαντα, ενώ εμείς τη χάσαμε με τα χρόνια και με τις γνώσεις.
Τα παιδιά είναι σοβαρότερα και συνεπέστερα απ’ τους μεγάλους γι’ αυτό κι εγώ στο παλιό ζαρωμένο παιδί που απέμεινε μέσα μου προστρέχω όταν είναι να αισθανθώ τα πιο σπουδαία. Ένα παιδί από παλιά κι από βαθιά βγαίνει κι αποφασίζει στις εσχατιές της ζωής μας. Υπάρχει ένα παιδί μέσα μου που ξέμεινε, δεν την ξεχνά την ποίηση των πραγμάτων που χρόνια πριν αντίκρυσε και ζει με την αόριστη νοσταλγία της ανικανοποίητο πια και λυπημένο. Γιατί τίποτα δεν συγκρίνεται με την ποίηση των πράγματων στην παιδική ματιά, όλα είναι κατώτερά της από δω κι ύστερα.»
4. «Να
υπάρχω μονάχα, να σ’ αγαπώ μονάχα και να μην έχω λόγο κανένα να το
δηλώνω. Ούτε την παρουσία μου να μη χρειάζεται να δηλώνω πια. Σ’ αγαπώ
τόσο που το ξεχνώ, όπως ξεχνάμε τα αυτονόητα και τα φυσικά. Σ’ αγαπώ
τόσο που δεν σε κρίνω και εντελώς σε αποδέχομαι. Γλίτωσα από το μαρτύριο
να προσπαθώ συνεχώς να σε διορθώνω. Σ’ αγαπώ τόσο που δεν σε θέλω.
Γιατί δεν θες παρά ότι σου λείπει κι εσύ πια δεν μου λείπεις αφού στης
αγάπης τον τόπο δεν χωρά η απόσταση. Σ’ αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε
περιέχω, σε έχω αφού είμαι, είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι είμαι
έρχεσαι.»
Τηλεφωνήματα και ενοχές
«Ήρωας δεν
είναι εκείνος που δε φοβάται,που δεν πικραίνεται.Είναι εκείνος που
φοβάται και πικραίνεται το ίδιο με τον καθένα μας,ίσως και
περισσότερο-γιατί όσο γενναιότερος τόσο πιο ευαίσθητος-,αλλά ο φόβος δε
μεταλάσσει τις αποφάσεις της καθαρής του καρδιάς,δεν επηρεάζει τις
επιλογές του ωριμότερου νου του.»
Ο παλιάτσος και η Άνιμα
«Εγωιστής
είναι τελικά ένας δειλός, τόσο δειλός που δεν μπορεί να κάνει τίποτα
ουσιαστικό, ούτε να αγαπάει τον εαυτό του. Και εγωιστής δεν είναι
εκείνος που αγαπάει τον εαυτό του, όπως επιπόλαια νομίζουμε. Εγωιστής
είναι εκείνος που δεν αγαπάει τον εαυτό του. Που γι’ αυτό ακριβώς
προσπαθεί να πείσει τους άλλους πως αξίζει, πως είναι σπουδαίος. Επειδή
δεν το πιστεύει ο ίδιος. Αγωνίζεται με κάθε τρόπο να επιβάλει τούτη την
καλή μαρτυρία, ώστε η μαρτυρία να επιστρέψει στον ίδιο και να γλιτώσει
από την αυτοαμφισβήτηση. Γι’ αυτό άλλωστε ο εγωισμός ενέχει βία. Γιατί
κουβαλάει αγωνία΄ανάγκη και τρόμο πτώσης στο εσώτερο κενό.»
Πηγή: Μάρω Βαμβουνάκη
http://anakalypsi.blogspot.gr/2014/02/blog-post_8143.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου