Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ

Κείμενο του Θεόδωρου Παπαγιάννη
Έχω αποφύγει ως τώρα να γράψω για τη δουλειά μου και το έκανα για πολλούς λόγους.
Πρώτος και ουσιαστικός γιατί πιστεύω πως δεν είναι εύκολο να προσδιορίσω με ακρίβεια το περιεχόμενό της, αφού όπως το έχουν πει πριν από μένα πολλοί, τα έργα μας έρχονται πολλές φορές από πολύ μακριά, από χώρους απροσπέλαστους από τη λογική διεργασία.
Όταν κατά το παρελθόν το επιχειρούσα έβλεπα πως κάτι ουσιαστικό μου διέφευγε, περιόριζα σαφώς τη σημασία του έργου μου, το φτώχαινα.



Ένας δεύτερος λόγος είναι, πρέπει κι αυτό να το πω, ότι σήμερα από λόγια ο χώρος της τέχνης έχει πάθει υπερκορεσμό, αφού καθημερινά κατακλύζεται από κατεβατά ολόκληρα που τείνουν να αντικαταστήσουν το έργο τέχνης.

Και για το παραμικρό ή μάλλον προπαντός γι’ αυτό, έρχονται στη δημοσιότητα ηχηρά «μανιφέστα» με δυσνόητες και περίπλοκες έννοιες, που τελικά φθείρουν τη σημασία των λέξεων, ναρκοθετούν κάθε αξία και επιτείνουν τη σύγχυση.

Πολλές φορές είναι αναγκαία κάποια εξήγηση από τη μεριά του καλλιτέχνη, όταν θέλει να δώσει ένα μίτο για την ερμηνεία του έργου του στο θεατή. Εξυπηρετεί ίσως ένα μεγαλύτερο πλησίασμα και μια καλύτερη επικοινωνία της τέχνης και του κοινού, που όπως πιστεύω είναι αναγκαία, για τον σωστό κοινωνικό ρόλο της τέχνης.



Η πρόθεση αυτού του κειμένου είναι ακριβώς αυτή: θέλω να εξηγήσω πάνω σε ποιες αξίες στήριξα τη δουλειά μου, να μιλήσω για τα πράγματα που αγάπησα και που, κατά συνέπεια, επηρέασαν την πορεία της γλυπτικής μου.

Πιστεύω πως έφερνα μέσα μου, όταν έφηβος έφτασα στη Σχολή Καλών Τεχνών, μια πλούσια λαϊκή παράδοση, που ως σήμερα εξακολουθεί να τροφοδοτεί το έργο μου. Τώρα μπορώ καλύτερα να την εκτιμήσω και την συνειδητοποιώ περισσότερο, όταν βλέπω να ξεφυτρώνει κατά διαστήματα ανάμεσα από τα «εμπόδια που συσσώρευσαν τα κατοπινά χρόνια της μαθητείας μου στην τέχνη.

Την αισθάνομαι να πιέζει μερικές φορές με τόση ορμή που είναι αδύνατο να την εμποδίσει ό,τι έντεχνο στοιχείο την έχει καταπλακώσει.



Μια πάλη γίνεται συχνά μέσα μου που με κάνει να αναρωτιέμαι για το ποιος τελικά είμαι. Η λαϊκή τέχνη ασκεί πάνω μου για αφάνταστη γοητεία αυτών των έργων που καταφέρνουν να εκπέμπουν πνευματική υγεία και νεότητα.

Την αγάπη για το σχέδια που αρχίζει από τα πρώτα μου φοιτητικά χρόνια πιστεύω πως την χρωστώ σε μεγάλο βαθμό στον δάσκαλό μου Γιάννη Παππά, όπως άλλωστε και την αγάπη για τη δουλειά. Διψασμένος όπως ήμουν για μάθηση και γνώση, για περιπέτεια, άρπαξα ό,τι πήγαινε πια πολύ στην ιδιοσυγκρασία μου και δεν ξέρω σε πιο βαθμό η δική μου έφεση ή η δική του επιμονή να σχεδιάζουμε με έκαναν σήμερα να βρίσκομαι συνεχώς με το μολύβι στο χέρι και να καταγράφω με γρηγοράδα στο χαρτί ό,τι θέλω να περάσω στη γλυπτική μου.



Το σχέδιο μου χαρίζει συχνά μεγάλες συγκινήσεις, είναι ο καλύτερός μου σύνδεσμος με τη φύση και μέσα από αυτό γίνεται η μετάγγιση νέου αίματος στη δουλειά μου.

Σχεδιάζοντας πολλές φορές έκανα ατέλειωτα ταξίδια στα όνειρά μου, επανέφερα μνήμες από το παρελθόν, που είχαν χαραχθεί μέσα μου. Το παιχνίδισμα της γραμμής έπαιρνε τη μορφή μιας γοητευτικής περιπέτειας.

Αγαπώ το σχέδιο γιατί μου δίνει τη δυνατότητα να εμβαθύνω στη ζωή και τη φύση και προσπαθώ να του είμαι πιστός φίλος. Σχεδιάζοντας ανθρώπους, φυτά, ζώα, κολόνες, αγάλματα, βουνά ή λόφους, δημιούργησα σιγά-σιγά το κεφάλαιο που τροφοδοτεί τη γλυπτική μου και την ανανεώνει. Έτσι αναγνωρίζω συχνά μέσα στις ερωτικές μου συνθέσεις συγκεκριμένα τοπία από όγκους βουνών που σχεδίασα κάποια χρόνια, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας. Βλέπω το γυναικείο σώμα να μεταμορφώνεται σ’ ένα περιπετειώδες σύνολο από λόφους και πεδιάδες και το ρούχο της να παίρνει τον κυματισμό που κάνει η άμμος στον πυθμένα της θάλασσας.



Η μορφή της δουλειάς μου οφείλει πολλά στην αρχαία ελληνική τέχνη. Για να το προσδιορίσω καλύτερα θα πω, στην τέχνη που κάλυψε το Μεσογειακό χώρο.

Μια υποτροφία μετεκπαίδευσης, μου έδωσε αυτή την ευκαιρία και άρχισα τότε να μελετώ ταξιδεύοντας συστηματικά στον ελληνικό χώρο.

Παρέα άλλοτε με τον Ηρόδοτο, άλλοτε με τον Παυσανία ή τις διηγήσεις σύγχρονων λογοτεχνών, περιδιάβηκα την Ελλάδα από τη Σαμοθράκη ως τη Ζάκρο και από τη Ρόδο ως τη Δωδώνη, σαν ακούραστος προσκυνητής γεμάτος περιέργεια και προσδοκίες και είδα όλο το μεγαλείο και το δράμα του.



Λίγο αργότερα πήγα στην Κύπρο, την Αίγυπτο, τα παράλια της Μικράς Ασίας, την Πόλη. Ερίγησα περπατώντας την Έφεσο, τη Μίλητο, την Πέργαμο, την Τροία, την Πρηίνη.

Τα ταξίδια αυτά, μου χάρισαν μεγάλες συγκινήσεις. Έχω ακόμη μπρος στα μάτια μου τα λαμπερά βότσαλα στην παραλία της Σαμοθράκης που κάτω από τις διηγήσεις του Όμηρου παίρναν την μορφή κρανίων που είχε ξεβράσει η θάλασσα. Ώρες πολλές σχεδίασα κάτω από τον ήλιο στα συντρίμμια του ναού της Αθηνάς Προναίας στους Δελφούς, όπου οι σωριασμένες κολόνες μοιάζαν με κουφάρια γιγάντων σε αποσύνθεση. Σε κάποιες γωνιές του χώρου που είχαν συγκεντρώσει τα μάρμαρα, βρήκα αγκαλιασμένα τις σπείρες και τις τριγλύφους με το σταυρό και την άμπελο.



Στο μουσείο Δελφών σχεδίασα και ξανασχεδίασα τα ανάγλυφα του Θησαυρού των Σιφνίων και υπήρχαν φορές που νόμιζα πως άκουγα την κλαγγή της μάχης και το ποδοβολητό των αλόγων.

Στην Ολυμπία αισθάνθηκα τρόμο μπροστά στ’ αετώματα του ναού του Διός. Ο Παυσανίας ζωντάνεψει μπροστά μου τις χιλιάδες των αγαλμάτων.

Στη Δήλο έμεινα ώρες πολλές μπρος στα μαρμάρινα λιοντάρια, παρατηρώντας το περπάτημα του ήλιου πάνω στα κορμιά τους.

Στην Αρχαία Κόρινθο πήρα το μεγαλύτερο μάθημα όταν παρατήρησα, πώς ήταν θεμελιωμένος ο αρχαϊκός ναός, θαύμασα τη μαστοριά και κατάλαβα πολύ καλύτερα γιατί τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου και του Παρμενίδη έχουν αυτή τη μαγεία και τη στερεότητα.



Αγάπησα τους Αρχαίους γιατί ήξεραν να χτίζουν σε γερές βάσεις, η τέχνη τους είχε ευγένεια, δύναμη, αρμονία, ήξερε να αιχμαλωτίζει το φως.

Μου φαινόταν σχεδόν ανεξήγητο, που βρήκαν τη σοφία οι Κυκλαδίτες να δημιουργήσουν σ’ εκείνες τις εποχές τόσο περιεκτικά και σοφά σχήματα.

Από πού η Δαιδαλική γλυπτική άντλησε τόση γνώση για την αφαίρεση.



Η περίοδος αυτή άφησε βαθιά χνάρια πάνω μου, στάθηκε αποφασιστική για τη δουλειά μου. Σαν διψασμένος ζήτησα να πιω από τη μεγάλη αυτή πηγή και βαπτίστηκα μέσα της.

Σήμερα, προσπαθώντας να δικαιολογήσω τις αιχμές και τις ραβδώσεις στη δουλειά μου δεν βρίσκω άλλη αιτία, παρά τα χαράγματα και τους κραδασμούς που δέχτηκε η ευαισθησία μου σ’ αυτή την περίοδο.

Δεν θα ήθελα, παρ’ όλο το θαυμασμό μου για την αρχαία τέχνη, να πιστέψει ο αναγνώστης, πως έχω προσκολληθεί στο παρελθόν. Αντίθετα πιστεύω πως ξεπερνά κανείς την παράδοση μόνον όταν πρώτα την γνωρίσει.

Αν θαυμάζω την αρχαία τέχνη, είναι για τον τρόπο με τον οποίο μετουσίωσε τη ζωή και την έκανε τέχνη, για τη σοφία με την οποία απέρριψε το περιττό, για τον καθαρμό του σχήματος, για τη συμπύκνωση της φόρμας.

Τα διδάγματα που βγαίνουν απ’ αυτήν, ενδιαφέρουν τη δουλειά μου

.

Θαυμάζω δεν σημαίνει βέβαια μιμούμαι. Αν πίστευα κάτι τέτοιο θα έπρεπε να μου λείπει η αίσθηση και η ιστορική γνώση. Ο θαυμασμός, όπως αναφέρουν οι φιλόσοφοι, είναι αρχή της φιλοσοφίας και προϋπόθεση της τέχνης, είναι η πρώτη αρχή και αιτία της δημιουργίας.



Η ζωή ευτυχώς θα ‘ναι ανοιχτή και ανεξάντλητη, το καθετί έχει να ξαναγίνει, να ερμηνευτεί με νέους τρόπους, μόνο που αυτό χρειάζεται ανάλογη θέαση της ζωής. Σ’ εμάς τους νεοέλληνες γλύπτες μένει η βαρεία ευθύνη να δούμε την εποχή μας με ανάλογη τόλμη.



Η ανθρώπινη μορφή είναι κυρίαρχο θέμα στη δουλειά μου, η έννοια του έρωτα, της πάλης έχουν πάρει μια μεγάλη σημασία. Η σύνθεση με τις δύο φιγούρες, η πλοκή δύο όγκων, εξυπηρετεί τις πλαστικές μου επιδιώξεις Τα πουλιά με τα αιχμηρά τους σχήματα και το αίσθημα της ελευθερίας που εκφράζουν, προσφέρονται για δυναμικές λύσεις. Η γυναίκα σαν σχήμα παίρνει μια ποικιλία εκφράσεων στο έργο μου, αντιπροσωπεύει κάτι μαγικό, είναι το θηλυκό σχήμα, ο καρπός, η γέννηση της ζωής. Σ’ ένα μεγάλο τμήμα της δουλειάς μου που απουσιάζει το θέμα, προσπαθώ να εκφραστώ με καθαρές πλαστικές αξίες. Τίποτα περισσότερο από το αιώνιο πρόβλημα της γλυπτικής, με τα κενά και τα γεμάτα, τα μέσα και τα έξω, το παιχνίδι της σκιάς και του φωτός πάνω στον όγκο.



Η επιμονή μου κυρίως στα παραδοσιακά υλικά, είναι πράξη συνειδητή.



Το ότι δουλεύω περισσότερο την πέτρα ή το μάρμαρο, είναι γιατί θέλω να δώσω σεβασμό και τιμή στο υλικό που το θεωρώ ταυτόσημο της γλυπτικής.

Είναι για τις συγκινήσεις που μου χάρισε, για τις μνήμες και τον πολιτισμό που από τα βάθη των αιώνων μας κουβάλησε. Είναι για την αντοχή του και την αποφασιστικότητα που κρατά το φως.

Παλεύοντας με την πέτρα έχεις την αίσθηση πως δαμάζεις τη φύση, πως πραγματικά δημιουργείς. Το χάδι πάνω της είναι για τον γλύπτη μεγάλο προνόμιο και πολλές φορές η μόνη του ανταμοιβή. Σέβομαι πολύ και αγαπώ όλα τα υλικά, όπως φαίνεται και στη δουλειά μου.



Το καθένα έχει τις δυνατότητές του, και τη γοητεία του, αρκεί να το γνωρίσεις και να το σεβαστείς, να μεν το κακοποιήσεις. Όσο εξοικειώνεσαι μαζί του, τόσο εκείνο σου αποκαλύπτει τα μυστικά του.

Το ενδιαφέρον μου για τη γνώση των υλικών είναι ανεξάντλητο.



Τελειώνοντας πρέπει να πω, πως βρίσκομαι σε κάποια διάσταση με το «κυρίαρχο κλίμα» στην τέχνη σήμερα. Οι αρχές που πιστεύω υπαγορεύουν μια ανάλογη συμπεριφορά στη ζωή μου.

Προσπαθώ να διατηρήσω, χωρίς πάντα να το καταφέρνω, ένα κίμα απαραίτητο για την ψυχική μου ισορροπία. Γι’ αυτό αποφάσισα, στο βαθμό που μπορώ, να μείνω μακριά από την ύποπτη συναλλαγή. Αρνούμαι να μπω στο παιχνίδι που ευνοεί το κυνήγι των εντυπώσεων και τις εύκολες λύσεις.



Τα φαντάσματά μου, ό,τι αγάπησα, με πιέζουν, γυρεύουν λύσεις, χρειάζομαι το χρόνο να τους δώσω μορφή.



Λέξεις όπως «πρωτοτυπία», «πρωτοπορία», που στο όνομά τους ορκίζονται σήμερα πολλοί ομότεχνοι, με την έννοια που τους έχουν δώσει, δεν με συγκινούν ιδιαίτερα. Η αγωνία, η αγάπη, η αλήθεια, η γνώση που βάζει κανείς στο έργο του, έχουν για μένα μεγαλύτερη αξία. Είναι εφόδια που επιτρέπουν στο έργο τέχνης να αντέχει περισσότερο στο χρόνο.



Η κάποια διάστασή μου που πια πάνω ανέφερα, με μία ορισμένη νοοτροπία σήμερα στο χώρο της τέχνης, δεν έχει το νόημα πως έχω την παραμικρή διάθεση να βρεθώ έξω από τα δρώμενα της εποχής μου. Δεν πιστεύω πως η αγάπη μου για το σπουδαίο παρελθόν της τέχνης στη χώρα μας ή η κάποια συγκινησιακή κατάσταση που με δένει μαζί του, μπορεί να με εμποδίζει να βλέπω τις ανάγκες του σήμερα.

Δεν αγνοώ πως η τέχνη σαν πράξη επικοινωνίας και συνέχειας, δεν θα πάψει να αναζητεί μπρος στη μοναξιά και το άγνωστο δεν θα σταματήσει να αναρωτιέται για το υπαρξιακό πρόβλημα του ανθρώπου. Να δίνει μορφή στις χαρές και στις λύπες του.

http://theodoros-papagiannis.gr/el/node/114