Για νά χαράξωμε πορεία στήν παρούσα πλανητική προοπτική, πρέπει νά βαδίσωμε ώς έθνος τον δρόμο τής έξατομικεύσεως.
Προκαταβολικώς διευκρινίζω πώς ή έν λόγω έξατομίκευσι δέν συμπίπτει μέ τον άτομισμό πού τυραννεϊ τό έθνος μας άπό τά άρχαϊα χρόνια. Ό γνωστός μας άτομισμός είναι έγωισμός στούς κόλπους καί τό πνεύμα τής όμάδος, χωρίς άτομικότητα, έπίγνωσι δηλαδή ότι συγκροτείς άντί μονάδος άτομο καί ότι ζής για νά αύτονομήσης περαιτέρω εις βάρος τού όποιου κοινωνικού ρόλου τήν άτομική σου ύπόστασι, νά φιλοτεχνήσης μία προσωπικότητα έσωτερικότητος. Ό άτομισμός χωρίς άτομικότητα περιλαμβάνει ό,τι πρέπει νά ξεπερασθή μέ τήν έξατομίκευσι καί όχι ό,τι τήν χαρακτηρίζει: τήν ένότητα μέ τον έαυτό μας ώς αύτοσυνείδησι. Εις έπίρρωσιν υπενθυμίζω τό ομηρικό αίτημα τής τιμής ώς δημοσίας άναγνωρίσεως, τής άναρρήσεως στήν κορυφή τής άξιολο-γικής ιεραρχίας άνεξαρτήτως υλικών ώφελημάτων. Στο σύστημα τών ήρωικών άξιών ή τιμή τού κατορθώματος βαραίνει υπέρ παν άλλο ελλείψει εσωτερικής πληρότητος.
H φιλολογική έπιστήμη τό έχει δείξει ολοκάθαρα μελετώντας τήν έπική σημασία της αίδοΰς. Για τον ομηρικό άνθρωπο αιδώς ήταν ή κοινωνική ύπόληψι ως ισχυρότατο ήθικό κίνητρο (τό «τί θά πή ό κόσμος» των μεγαλυτέρων, πού σφράγιζε, προ ολίγων μόλις δεκαετιών, τήν παιδική ήλικία καί τήν προσωπικότητά μας), ξένο προς οιανδήποτε έννοια ηθικής ευθύνης, άφοΰ ή άποτυχία του ήρωος ώφείλετο πάντοτε σέ κάποια συγκυρία καί όχι σέ έσωτερικήν άδυναμία. Ή αιδώς γίνεται άνυπόφορη διότι ό ψόγος πού τήν προκαλεί κάνει τον ηρώα νά μήν εχη πρόσωπο να άντικρόση τούς άλλους, ένφ άντιθέτως ό έπαινος του δίνει μαζί μέ τό κλέος καί πρόσωπο. Ή αιδώς ύφαίνεται μέ άδικαιολόγητη άποτυχία τού ομηρικού άνθρώπου νά πλησιάση τό ιδρυμένο πρότυπο συμπεριφοράς, πού άλλοι κατορθώνουν νά πλησιάσουν, καί συνοδεύεται πάντοτε άπό αίσθημα ή γεγονός κοινωνικής έγκαταλείψεως. Ζητούμενο είναι νά φθάση τήν αρετήν, άσχέτως χρησιμοποιηθησομένων μέσων, τού «πατώ έπί πτωμάτων» μή εξαιρουμένου. Ή επιτυχία δέν άποδεικνύει μόνο τήν ικανότητα τού ήρωος άλλά καί τήν εύνοια τού θεού, τής μοίρας κ,λπ. Έξ ου καί ή ένοχή γιά τον άνθρωπο αυτόν είναι ξένη προς τήν εσωτερική πίεσι τής ήθικής ευθύνης· οφείλεται σέ παραβίασι ορίων καί ή άποτυχία έκ τής παραβιάσεως συνδέεται μέ τήν άττην, ενα λάθος μοιραίο χωρίς ιδιαίτερη εύθύνη τού ήρωος, μία πορεία άνεπίγνωστη προς τήν αύτοκαταστροφή.
Ή εξατομίκευση προϋποθέτει ψυχολογική συνθήκη μέ άναφορά έσωτερικευμένα πρότυπα, τά όποια ό άνθρωπος τής όμάδος παρ’ ολο τον εγωισμό τής άναδείξεως δέν διαθέτει. Έάν μάς ένδιαφέρη ό κοινωνικός έκσυγχρονισμός, έχει σημασία νά διακρίνωμε τό φιλότιμο ώς συμπεριφορά έξωθεν καθοριζόμενη, άπό τό φιλότιμο ώς αίσθημα τιμής, πού υποχρεώνει σέ ώρισμένη στάσι-τήν αιδώ ώς έξωτερικήν ήθική, άπό τήν αιδώ ώς αίσθημα ήθικής ευθύνης. Στήν πρώτη περίπτωσι άναζητούμε ήθη κοινωνικής έπιβεβαιώσεως· στήν δεύτερη περίπτωσι" εντοπίζομε ήθη έλεγκτικά τών παρορμήσεων. Στήν πρώτη περίπτωσι πρόκειται για έθιμικήν ήθική- στήν δεύτερη γιά ήθική του πρακτικού λόγου. Ό όρος «ήθική» θά παραμείνη ούτως ή άλλως αναλλοίωτος, ενώ τό βιωματικό του περιεχόμενο θ’ άλλάζη ούσιωδώς κατά περίπτωσιν. ’Εννοείται, ή μειωμένη συνείδησι του προβλήματος γίνεται αιτία μονίμου συγχύσεως, παράγων φθοράς υπό συνθήκες κοινωνικής μεταβολής, έμπόδιο σέ κάθε προσπάθεια συνδυασμού έκσυγχρονιστικής προοπτικής καί έθνικής ίδιοπροσωπίας. Ή ομάδα μάς κρατάει παιδιά παρά τις χιλιετίες τής ιστορίας μας. Θά ένηλικιωθοΰμε όταν γίνωμε άτομα χωρίς νά χάσωμε τό φιλότιμο. Τό φιλότιμο είναι κοινωνικός έγακσμός, ανάγκη νά μήν υστερούμε άπό τό συλλογικό μας πρότυπο. 'Όταν τό πρότυπο γίνη έσωτερικό, όταν θά θέλωμε νά συμφωνούμε μέ τό ένδόμυχό μας πρότυπο, τότε θά μεγαλώσουμε.
Ή σύγχυσι των έννοιών κατατρέχει τήν 'Ελλάδα ώς αρνητική πλευρά τής ιστορικής συνοχής των χιλιετιών, ενώ ή συγκεχυμένη των διαφόρων κόσμων συγκατοίκησι έμποδίζει τό σκίρτημα τής έξατομικεύσεως νά γίνη προοπτική πολιτισμού.
Μή βαυκαλιζώμαστε μέ ψευδαισθήσεις: Δέν υπάρχει νεοελληνική πρότασι στον σύγχρονο κόσμο- υπάρχει μόνο νεοελληνική άφασία σέ συντρίμμια λαμπρότατα, οπού τό παρόν μας δέν βρίσκει τρόπο νά όρθοποδήση. Ή πρότασι χρειάζεται προηγουμένως είς τά καθ’ ήμάς μία «Κριτική τού καθαρού Λόγου», άλλά τέτοιο έργο ούτε κατ’ οναρ δέν φαίνεται — μόλις καί μετά βίας αποκτήσαμε τήν μετάφρασί του. ’Ακόμη αγνοούμε στενοκέφαλα τον αρχαιοελληνικό καί τον νεώτερο δυτικό πολιτισμό- πώς μιλούμε γιά «πρότασι», όταν δέν είμαστε είς θέσιν νά έπιχειρήσωμε σύνθεσι; Θά βασισθοΰμε στις άγροτοποιμενικές μας παραδόσεις ή θά έλπίζωμε σέ ιστορική παρθενογένεσι; Έν τοιαύτη περιπτώσει γιατί απολαμβάνομε παράφορα τά υλικά επιτεύγματα τής Δύσεως καί λεηλατούμε άσυστόλως τά πνευματικά της δημιουργήματα; 'Ελληνική πρότασι πήγε νά άρθρωθή, πνίγηκε όμως κατά τήν έκφώνησι τούς τελευταίους βυζαντινούς αιώνες καί μόνο ράκη συναντούμε σήμερα, καν ρακοσυλλογή.
Γιά νά είμαστε τίμιοι: ’Εάν θέλωμε νά άρθρώσουμε λόγο, πρέπει νά ταπεινωθούμε, ν’ άρχίσωμε άπό γενναία αύτοκριτική- νά πάψωμε νά εύλογούμε αύτοκαταστροφικά τήν «μοναδικότητά» μας, κινούμενοι κατά βάθος προς τα εμπρός ή προς τα πίσω από συμπλέγματα ανασφάλειας και επαρχιωτικής κατωτερότητος.
Εκεί εξ άλλου, οφείλεται η αδιέξοδη εμμονή μας σε διλήμματα πολωτικού απομονωτισμού και σε επιλογές αναπηρίας, ακόμη και όταν τα πράγματα είναι δυνατόν να παραμείνουν ως έχουν και να παίζουν το ρόλο τους.
~ Απόσπασμα από το βιβλίο του Σ.Ράμφου - Ο καημός του ενός
Αντικλείδι , http://antikleidi.com