Ο ζωγράφος ανακαλύπτει στο ευμετάβολο φως του κεριού ένα αποτελεσματικό μέσο απεικόνισης της ψυχολογικής κατάστασης των προσώπων, που προσδίδει αληθοφάνεια και δραματική ένταση στο ευαγγελικό επεισόδιο και ελκύει την προσοχή του παρατηρητή στις εκφράσεις των πρωταγωνιστών.
Ο λευκός χιτώνας του Χριστού αντανακλά τόσο έντονα το φως, που μοιάζει να το εκπέμπει ο ίδιος.
Από το βιβλίο «ΛΟΝΔΙΝΟ – ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ»
ELECTA – ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Τιτσιάνο: «Ο ακάνθινος στέφανος»
Ο Τιτσιάνο παρουσιάζει όλη την ωμότητα και τη θηριωδία του γεγονότος. Μέσα από τον πίνακα μοιάζει να ακούγονται ουρλιαχτά, αναθεματισμοί, πνιγμένοι θόρυβοι, λαχανιάσματα, το χτύπημα των ξύλων.
από το βιβλίο «ΜΕΓΑΛΑ ΜΟΥΣΕΙΑ – ΛΟΥΒΡΟ»
ELECTA – ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Απολύτως δραματική είναι η αντίθεση ανάμεσα στο σώμα του Χριστού, που είναι πιο ανοιχτόχρωμο και ολόφωτο, και στις πιο σκούρες μορφές των δύο δημίων που εν μέρει τις καταπίνει το σκοτάδι. Εξίσου ξεχωρίζουν ο πόνος στο όμορφο πρόσωπο του Ιησού και η βαναυσότητα στα χαρακτηριστικά των δύο δεσμοφυλάκων. Πολύ όμορφη είναι η υπέρτατης νατουραλιστικής πιστότητας λεπτομέρεια του λευκού υφάσματος του Χριστού. Όπως πέφτει χαλαρά, απηχεί την κάθετο του κίονα και υπογραμμίζει την αδυναμία του Ιησού, ο οποίος αν δεν ήταν δεμένος θα έπεφτε στο έδαφος.
από το βιβλίο «ΝΑΠΟΛΗ – ΕΘΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΑΠΟΝΤΙΜΟΝΤΕ»
ELECTA – ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Λεπτομέρειες όπως το μισάνοιχτο στόμα, τα δάκρυα, οι σταγόνες αίματος από τον ακάνθινο στέφανο, καθώς και η λεπτομερής απόδοση της αραιής γενειάδας και των μαλλιών, συμβάλλουν στη συγκινησιακή φόρτιση.
από το βιβλίο «ΛΟΥΒΡΟ»
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΕΧΝΗΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ
Εδώ η πονεμένη φιγούρα του Χριστού βρίσκεται στο πρώτο πλάνο, σε άμεση σχεδόν επαφή με τον θεατή, ενώ το δυνατό κορμί μοιάζει σαν να έχει πλαστεί από φως.
από το βιβλίο «MANTEGNA»
ELECTA – ΗΜΕΡΗΣΙΑ
Από τον πίνακα λείπει κάθε αφηγηματική νότα και η προτροπή των κατηγόρων του Χριστού βρίσκεται στα δυο χαρτιά στο πάνω μέρος: «Σταύρωσέ τον. Πάρ’ τον και σταύρωσέ τον».
από το βιβλίο «MANTEGNA»
ELECTA – ΗΜΕΡΗΣΙΑ
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: “Ποιος ο Χριστός;” τι πες “Να με”!
Αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!
Kώστας Βάρναλης «Η Μάνα του Χριστού»
από το «Το Φώς που καίει»
Ανάμεσα στα Πάθη του Χριστού, ο διαμερισμός των ιματίων είναι ένα από τα πιο απωθητικά συμβάντα. Ο Γκρέκο προβάλλει την αντίθεση του βασιλικού μεγαλείου του Χριστού και της ευγενούς συμπεριφοράς του με το πλήθος των άξεστων στρατιωτών. Μέσα στον πορφυρό μανδύα του, ο Χριστός στέκει απομονωμένος στο μέσο του πίνακα. Προπηλακίζεται από τον επιθετικό στρατιώτη με το μαυροπράσινο ρούχο. Δίπλα βρίσκεται ο ιππότης με την γκρι-μπλε αδιαπέραστη πανοπλία σύμβολο της πολεμικής, γήινης εξουσίας. Στην πανοπλία αυτού του υποκριτή, αδρανούς και αδιάφορου ιππότη η αντανάκλαση από τον πορφυρό μανδύα του Χριστού δημιουργεί ένα δραματικό βιολέ χρώμα.
Ο χώρος καθίσταται άπειρος με εξαίσιο τρόπο, χάρη στην προοπτική απόδοση των δύο σταυρών που ξεχωρίζουν πάνω στον άδειο ουρανό. Ο Τιτσιάνο αρνείται όλα τα τεχνάσματα της ζωγραφικής διατηρώντας μόνο τη βασική αρχή του φωτός: κιαροσκούρο, σκιές, ημίφως, άπλετο φως. Τα δύο κεφάλια είναι αντικριστά: το ανοιχτόχρωμο φωτοστέφανο του Χριστού προκαλεί την έκπληξη του ληστή, το βλέμμα του οποίου μοιάζει να απηχεί την κίνηση των ποδιών, που τινάζονται στο κενό.
από το βιβλίο «ΜΠΟΛΟΝΙΑ – ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ»
ELECTA – ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Εδώ όλες οι μορφές προβάλλονται σε έναν χώρο κενό και αφύσικο, χωρίς φόντο, με φωσφορίζοντα χρώματα και παγωμένες χειρονομίες, σχεδόν σε μια μεγαλειώδη επανέκδοση των βυζαντινών εικόνων που θαύμασε (ενν. ο Θεοτοκόπουλος) και αντέγραψε όταν ήταν νέος στην Κρήτη. Σε αυτό το μεγάλο ρετάμπλ, με τον εντυπωσιακά συγκινησιακό χαρακτήρα, η ατμόσφαιρα είναι τόσο φορτισμένη με μυστικισμό, που οι μορφές φαίνονται να έχουν χάσει το σωματικό τους βάρος, όπως οι δύο άγγελοι με τα ανάλαφρα φτερά που μαζεύουν στα χέρια τους το αίμα του Χριστού.
Ερευνώντας τις μορφές, ο Ελ Γκρέκο ανανεώνει την υποβλητική τους δύναμη. Πράγμα που συμβαίνει και σε αυτό το έργο (…), μέσω του σχεδιασμού των μορφών σε επιμήκυνση, με αποκορύφωμα τον άγγελο που μας γυρίζει την πλάτη, πρωτόφαντα αιωρούμενος στη βάση του σταυρού.
από το βιβλίο «ΜΑΔΡΙΤΗ – ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΡΑΔΟ»
ELECTA – ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Σε αυτό τον χώρο με το μικρό βάθος, πάνω σε πετρώδες έδαφος, τα πρόσωπα σε φυσικό μέγεθος καταλαμβάνουν όλη την επιφάνεια με τρισδιάστατη σαφήνεια. Η αλληλουχία χειρονομιών και στάσεων δημιουργεί μια συνεχή κίνηση, η οποία μεγεθύνει το πένθος κάθε προσώπου, όπως παρατηρούμε στις κυρτωμένες στάσεις του Ιωάννη και της Μαρίας Μαγδαληνής στις δύο άκρες: σχεδόν δυο παρενθέσεις που περικλείουν το σύνολο και απηχούν τις δυο διαγώνια τοποθετημένες παράλληλες καμπύλες των σωμάτων του Χριστού και της Παναγίας.
από το βιβλίο «ΜΑΔΡΙΤΗ – ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΡΑΔΟ»
ELECTA – ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Η Πιετά δείχνει την Παρθένο Μαρία με το νεκρό Χριστό ξαπλωμένο στα γόνατά της. Ένα έργο που κόβει την ανάσα, φτιαγμένο από έναν καλλιτέχνη μόλις είκοσι τριών χρονών. Χάρη στη λεπτότητα του γλυπτού έχουμε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ύφασμα και όχι σε μάρμαρο. Οι πτυχές του μανδύα της Μαρίας μοιάζουν ανάλαφρες, έτοιμες να παρασυρθούν από το αεράκι. Κοιτάξτε προσεκτικά τη λωρίδα στο μανδύα της Παρθένου Μαρίας. Θα δείτε την υπογραφή του Μιχαήλ Άγγελου.
Όταν αυτή η Πιετά τοποθετήθηκε στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης, στα 1497, κανείς δεν πίστευε ότι ο δημιουργός της ήταν ένας καλλιτέχνης τόσο νέος όσο ο Μιχαήλ Άγγελος. Λέγεται ότι ο Μιχαήλ Άγγελος θύμωσε τόσο πολύ, που μπήκε κρυφά στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου, μέσα στη νύχτα, για να σκαλίσει το όνομά του στη λωρίδα του μανδύα της Μαρίας. Είναι το μόνο έργο που υπέγραψε ποτέ.
ΡΟΜΠΙΝ ΡΙΤΣΜΟΝΤ «ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΙΧΑΗΛ ΑΓΓΕΛΟ»
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
Τιτσιάνο: «Πιετά»
Θεωρήθηκε ένα υπέροχο αυτοβιογραφικό ντοκουμέντο, ένα είδος τάματος που πραγματοποιήθηκε από τον καλλιτέχνη για να αποτρέψει τον κίνδυνο του λοιμού για τον ίδιο και για τον γιο του.
Ο ημίγυμνος γονατισμένος μπροστά στην Παναγία γέροντας , που υποβαστάζει το χέρι του Χριστού και ταυτίζεται είτε ως Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, είτε ως Άγιος Ιερώνυμος, είτε ως Σαν Τζόμπε, είναι μία αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη που παρουσιάζεται ως ένας άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας και κουρασμένος: ο Τιτσιάνο τονίζει με αυτό τον τρόπο τον αφιερωματικό χαρακτήρα του πίνακα που τον προόριζε για τον τάφο του.
Εκτός από τον γονατισμένο γηραιό, ο Τιτσιάνο απεικονίζεται –μαζί με τον γιο του Οράτιο- επίσης στον μικρό πίνακα αφιερωματικού χαρακτήρα, στα δεξιά της σύνθεσης: ο ζωγράφος γονατίζει για δεύτερη φορά μπροστά στην Παναγία για να ικετεύσει για τη σωτηρία από την ασθένεια. Παρά την προσφορά, που έγινε πριν εισακουστεί η παράκλησή του, ο λοιμός θα θανατώσει τον γιο και μετά τον πατέρα.
από το βιβλίο «ΒΕΝΕΤΙΑ – ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ»
ELECTA – ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Ανγκεράν Καρτόν: «Ο επιτάφιος θρήνος – Πιετά της Αβινιόν»
Η Μαγδαληνή γέρνει ταπεινά προς το σώμα του νεκρού Χριστού, ενώ ο Ιωάννης αγγίζει τρυφερά το ακάνθινο στεφάνι σαν να παίζει άρπα. Το εξαντλημένο πρόσωπο της Παναγίας και το αποφασιστικό βλέμμα του ιερέα μεταδίδουν μια ταυτόσημη πεποίθηση: το μήνυμα της νίκης επί του θανάτου.
από το βιβλίο «ΛΟΥΒΡΟ»
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΕΧΝΗΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ
Το κείμενο που ακολουθεί είναι από το βιβλίο του Γιάννη Ρίτσου «Ίσως να ‘ναι κι έτσι».
Καλό Πάσχα και Χρόνια Πολλά!
…και τότε βγαίνει απ’ την πλαϊνή πύλη ο Εσταυρωμένος κι εμείς με τα εξαφτέρουγα κι οι ιερείς με τα θυμιατά, και γίνεται η μεγάλη σιωπή του «σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας» και τα πάντα σβήνουν και κατορθώνονται κάπου αλλού, κι η μητέρα κλαίει στο στασίδι της, κι ο Αργύρης κοιτάει τη Νίνα, και στο βάθος ο Κάβουρας με άσπρο καθαρό πουκάμισο, καλοχτενισμένος, καθόλου κάβουρας, κι έξω απ’ την εκκλησία μεγάλωναν από μια ξαφνική δύναμη τα δέντρα, κι η θάλασσα σωπαίνει γ ι α ν’ α κ ο ύ σ ε ι, και τ’ άστρα ξύνουν με τα νύχια τους το σκοτάδι και περιμένουν (Εκείνον; Εμάς;) και τα πορτοκαλάνθια, τα τριαντάφυλλα, τα γιασεμιά, τα χρυσάνθεμα, οι γαζίες, οι μαργαρίτες φουντώνουν για το στόλισμα του Επιτάφιου, και σκαλιστές λαμπάδες κρέμονται έξω απ’ τα μαγαζιά για την Ανάσταση, μα εγώ δεν ήθελα να κλαίει η μητέρα, δεν ήθελα να ‘ναι λυπημένος ο κόσμος κι η θεια-Σταθούλα κι η κυρα-Παρασκευούλα κι ο μπαρμπα-Γιάννος που ‘χασε το γιο του από δυναμίτη σε νυχτερινό ψάρεμα, κι έλεγα να βρω το «αθάνατο νερό» πρώτα απ’ όλα για τη μαμά και για όλους, ναι, και για μένα, γι’ αυτό όταν γυρίζαμε απ’ την Ανάσταση με τις λαμπάδες και βάζαμε το χέρι μας μπροστά στη φλόγα μη μας τη σβήσει ο αέρας, εγώ έφερνα την παλάμη μου κοντά στη φλόγα να δω αν με κάψει, αν πονέσω, κι όταν φτάναμε σπίτι φτιάχναμε σταυρούς στο ανώφλι της πόρτας με την κάπνα των κεριών κι ύστερα μπαίναμε μέσα κι ανάβαμε με τ’ άγιο φως πρώτα την καντήλα μπροστά στα εικονίσματα στο δωμάτιο της γιαγιάς, ύστερα όλους τους λύχνους, ακόμη και τις λάμπες πετρελαίου προσέχοντας όμως να μη στάξει το κερί στο φιτίλι κι ύστερα σπάσει το γυαλί.
Κι ώσπου να ζεστάνουν στην κουζίνα το ψητό με τις πατάτες και τη μαγειρίτσα και να κόψουν το αυγολέμονο, εγώ καθόμουνα έξω στην αυλή, τέντωνα τα μάτια, τρέμοντας από μια χλιαρή ψύχρα, να δω πάνω απ’ τη θάλασσα, μακριά ν’ ανηφορίζει λάμποντας γυμνό το Άγιο Σώμα στον ουρανό «θανάτω θάνατον πατήσας», Θεέ μου, κάνε να Τον δω κι εγώ, κι απ’ την πόρτα ερχότανε προκλητική η μυρουδιά της μαγειρίτσας ύστερα απ’ τη νηστεία της Σαρακοστής και γέμιζε το στόμα μου σάλιο. Και δεν Τον έβλεπα. Ίσως να ‘φταιγε κι η Μαρίτσα κι ο Κάβουρας, ίσως κι η μαγειρίτσα – δεν είναι σωστό να πεινάς τέτοιες ώρες. «Ίων, Ίων» με φωνάζαν κιόλας από μέσα «το τραπέζι είναι έτοιμο». Έτρωγα με λυπημένη απληστία τη σούπα, το ψητό, τις πατάτες, από πάνου τσουγκρίζαμε τα κόκκινα αυγά μα δεν τα τρώγαμε γιατί είχαμε και τους κουραμπιέδες, τα μελομακάρουνα, τ’ αμυγδαλωτά, κι ύστερα ο ύπνος βαθύς, δε θυμόμουνα τίποτα, μόνο κάτι από φως, πολύ φως, τίποτα. Όμως την άλλη μέρα έλεγα στους συμμαθητές μου «Τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, να, ολοζώντανον, όλο φως» (γιατί τάχα να μην Τον έχω δει κι εγώ αφού Τον είδαν, λέει, η Αργυρούλα, η Θοδωρίτσα, η Φανή, ο Σταυράκης;). Όμως το άλλο βράδυ δεν άντεξα και το ‘πα στη μητέρα «μαμά, δεν Τον είδα», «ποιον;», «το Χριστό, ντε, μια ώρα περίμενα στην αυλή», «θα νύσταζες» είπε η μαμά, «όχι, δε νύσταζα καθόλου, τα μάτια μου, να, τέντα, μόνο που πείναγα – λέτε μαμά να φταίει που πείναγα;», «όχι, του χρόνου θα Τον δεις σίγουρα», «μα η Αργυρούλα Τον είδε και πέρσι και φέτος», «η Αργυρούλα λέει ψέματα κι επειδή λέει ψέματα δε θα Τον δει ποτέ». Άρα εγώ που δεν είπα ψέματα στη μαμά, δεν είμαι αμαρτωλός κι έτσι οπωσδήποτε του χρόνου θα Τον δω, και μάλιστα θα Του γράψω κι ένα ποιηματάκι που μέρες τώρα τριγυρίζει στο μυαλό μου, πως το πριόνι έπεσε απ’ το καρφί του τοίχου, στο εργαστήριο του πατέρα Του κι έκανε μπαμ στο πάτωμα κι άνοιξε μια τρύπα κι από κει μέσα βγήκαν 12 τριαντάφυλλα (και δεν ξέρω γιατί σώνει και καλά έπρεπε να ‘ναι τα τριαντάφυλλα 12) κι έκοψα τα 12 τριαντάφυλλα και τα ‘φτιαξα στεφάνι και Του ‘βγαλα τον ακάνθινο στέφανο και του φόρεσα τα τριαντάφυλλα και Του πήγαιναν πολύ κι ήταν πιο όμορφος από πάντοτε και πίσω απ’ τα τριαντάφυλλα το φωτοστέφανο πιο χρυσό από άλλοτε, και το ‘χε πει κι η Νίνα δοκιμάζοντας μπροστά στον καθρέφτη το φόρεμα που της είχε φέρει απ’ το Παρίσι ο θείος ο Μπότης ο Ψηλός, «το ροζ πάει πολύ με το χρυσό» (ω, να ‘βλεπε ο Αργύρης τη Νίνα μας μ’ αυτό το φόρεμα, δυο Νίνες, μια μέσα στον καθρέφτη και μια έξω, με το ίδιο φόρεμα, ροζ και χρυσό· –θα το φορέσει – είπε – το καλοκαίρι). Ναι, έτσι, ροζ και χρυσόν, θα Τον δω του χρόνου να υψώνεται στον ουρανό. Μα τι λέω του χρόνου; Να Τον κιόλας, ολόσωμος, γυμνός, μπροστά μου, Τον βλέπω, με τα δικά μου τριαντάφυλλα στα χρυσά μαλλιά Του.
ΑΘΗΝΑ, 11-1-84
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ «ΙΣΩΣ ΝΑ ‘ΝΑΙ ΚΙ ΕΤΣΙ»
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ