Στο δικό μας περιπλανώμενο ζωγράφο, το Θεόφιλο Χατζημιχαήλ (1870-1934), αφιερώνει την πρώτη έκθεση του φθινοπώρου το Μουσείο Μπενάκη, με είκοσι έργα του Μυτιληνιού ζωγράφου, από τη συλλογή της Εμπορικής Τράπεζας.
Οι ήρωες της Επανάστασης του '21, ο Μεγαλέξανδρος, οι απεικονίσεις της θεσσαλικής και λεσβιακής υπαίθρου, σκηνές ειδυλλίων, είναι το «εικονοστάσι» του Θεόφιλου, η αγαπημένη του θεματολογία. Κι ακόμα «Η Αγία Πόλις Ιερουσαλήμ», η «Άγρα των Άρκτων υπό των Κοζάκων Ρώσων», ο «Κυνηγός» και άλλα έργα που οφείλουν την έμπνευσή τους σε δελτάρια, αποκόμματα εφημερίδων και φωτογραφίες, όπως μαρτυρεί το κασελάκι του Θεόφιλου που διέσωσε ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος.
Φτωχός και ταπεινός, μόνος και ανεξάρτητος, μεταμφιεζόταν συχνά στα είδωλα που θαύμαζε και ζωγράφιζε. Πότε Μεγαλέξανδρος, πότε οπλαρχηγός, η καλλιτεχνική φύση και ιδιοσυγκρασία του Θεόφιλου σκανδάλιζε και προκαλούσε τους συγχωριανούς του, που τον έκαναν στόχο για σκληρές και άθλιες φάρσες, όπως αυτή που περιγράφει ο Κίτσος Μακρής, με κάποιον που προκειμένου να γελάσει, τράβηξε τη σκάλα πάνω στην οποία ήταν ανεβασμένος για να ζωγραφίσει την πρόσοψη ενός μαγαζιού και τον γκρέμισε καταγής, πληγώνοντάς τον στο σώμα και στην ψυχή.
Το μεγάλο συναπάντημα της ζωής του έγινε το 1927, με τον τεχνοκριτικό Στρατή Ελευθεριάδη (Τeriade), από το Παρίσι, ο οποίος τον ανακάλυψε, έγινε ο μαικήνας του, όχι μόνο εξασφαλίζοντάς του τη διαβίωση και τα μέσα να συνεχίσει τη δουλειά του, αλλά και συμβάλλοντας αποφασιστικά στην αναγνώριση του έργου του.
Ο Θεόφιλος «με τα ταπεινά αλλ' αληθινά έργα του, επρόκειτο να γίνει πρεσβευτής της ελληνικής ευαισθησίας όχι στη Σμύρνη -όπου είχε μείνει κάποιο διάστημα- ή και σε μεγαλύτερη πόλη της Ανατολής, αλλά σε πρωτεύουσες όπου έλαχε ο κλήρος να μην ξεγελιούνται ούτε να ξιπάζονται εύκολα στα ζητήματα της ζωγραφικής», γράφει ο Γιάννης Τσαρούχης το 1966, στον τόμο «Θεόφιλος», έκδοση της Εμπορικής Τράπεζας.
Ο Τσαρούχης χωρίζει το έργο του Θεόφιλου, με βάση τους χρωματικούς τόνους που χρησιμοποιεί, σε τρεις περιόδους: πριν από τη Θεσσαλία, την επιστροφή του στη Μυτιλήνη και μετά τη γνωριμία του με τον Τεριάντ, από το 1927 έως το θάνατό του ζωγράφου το 1934, γεγονός που βοηθά τους μελετητές να χρονολογησουν τα έργα του Θεόφιλου, σύμφωνα με την απόδοση των χρωμάτων και όχι τη θεματολογία τους, η οποία είναι συγκεκριμένη.
Η έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Κουμπάρη θα διαρκέσει έως το τέλος Οκτωβρίου.
www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου