‘Γι αυτό διαλέγουμε συχνά ένα χώρο στενό που να μας προστατεύει απ’ το ίδιο μας το απέραντο.’ - Γιάννης Ρίτσος
Αλληλεπιδρούν συναισθηματικά δυο άνθρωποι και σχετίζονται μεταξύ τους, όταν τα κοινά τους βιώματα τούς φέρνουν κοντά και η ανάγκη για σχέση τούς οδηγεί στην επιθυμία∙ μια επιθυμία που, όταν είναι δυνατή, προσπερνά τις δύσκολες στιγμές και επανορθώνει τις ρωγμές που θα παρουσιαστούν στο πέρασμα του χρόνου.
Τι συμβαίνει όμως, άραγε, όταν η ανάγκη να καλύψουμε τα ελλείμματά μας, είναι πιο δυνατή από την επιθυμία να δεσμευτούμε με το σύντροφο μας; Όταν η ανάγκη παίρνει τα ηνία, τότε αποζητάμε στον άλλο άνθρωπο ένα γονιό που θα μας αναλάβει, θα φροντίσει τα τραύματά μας, θα μαντεύει τις σκέψεις μας, θα προλαβαίνει τις επιθυμίες μας, θα καλύψει την έλλειψη, θα διορθώσει την απουσία, θα γιατρέψει τις πληγές που μας προκάλεσαν άλλοι.
Τα ελλείμματα της ψυχής μας νοθεύουν την επιθυμία μας, η οποία μετατρέπεται σε ανάγκη να μεταμορφωθεί ο άνθρωπος μας, στον πρίγκιπα των παραμυθιών ή στη νεράιδα που με το μαγικό της ραβδάκι, θα μας χαρίσει όλα όσα επιθυμούμε, όλα όσα δεν είχαμε ποτέ, όσα φαντασιώσαμε αλλά δεν φτάσαμε ποτέ στην πηγή τους ως παιδιά.
Δημιουργούμε προσδοκίες πως ο άλλος θα θεραπεύσει τις πληγές που έχουν δημιουργηθεί στα μονοπάτια της μνήμης και ελπίζουμε πως θα αποκαταστήσει το παρόν, δημιουργώντας τέτοιες συνθήκες που θα εξαφανίσουν με ένα μαγικό τρόπο ό,τι έχουμε υποστεί μέχρι τώρα. Έτσι, με τους ανθρώπους που ερχόμαστε σε επαφή και μας κάνουν να νιώθουμε συναισθήματα που παρέμεναν ξεχασμένα στο σεντούκι της καρδιάς, ενώ θα μπορούσαμε να αφεθούμε σε αυτό το συναίσθημα και να περιοριστούμε στον ρόλο που εξυπηρετεί η συγκεκριμένη σχέση, πιάνουμε τον εαυτό μας να επιθυμεί να μεταμορφωθεί η σχέση σε κάτι άλλο πιο πολυδιάστατο που να καλύπτει περισσότερες ανάγκες, διαφορετικές από αυτές για τις οποίες δημιουργήθηκε. Φανταζόμαστε πως ο άνθρωπος μας μπορεί να μεταμορφωθεί με το μαγικό ραβδάκι της φαντασίας μας, σε μια μητέρα ή σε έναν πατέρα, που σε αντίθεση με τους δικούς μας γονείς, εκείνοι θα μας αποδέχονται περισσότερο, θα μας ακούν με πιο συναισθηματικό τρόπο, θα ανέχονται τα καπρίτσια μας και θα ικανοποιούν τις επιθυμίες μας χωρίς όρια.
Όταν, λοιπόν, δεν το κάνουν, γινόμαστε παιδιά όλο πείσμα και οργή και ξεσπάμε πάνω τους, ζητώντας από εκείνους να αποκαταστήσουν ένα θεατρικό έργο, για το οποίο δεν είναι καν ενήμεροι. Κάποιες φορές τους μιλάμε με τέτοιο απαιτητικό τρόπο, παραμένοντας παιδιά που δεν ενηλικιωθήκαμε ποτέ και περιμένουμε με την ίδια παράλογη εμμονή να ανταποκριθούν στα αιτήματά μας ή εκβιάζουμε συναισθηματικά πως θα τους εγκαταλείψουμε ή φεύγουμε από τη σκηνή, ελπίζοντας πως θα μας αναζητήσουν και θα τρέξουν κοντά μας σα γονείς.
Με αυτόν τον τρόπο όμως ξεφεύγουμε από τη δέσμευση και από αυτό που μας ζητάει και ενώ αρχικά νιώθαμε ικανοποιημένοι από ό,τι μας έδινε, ξαφνικά ο ουρανός αρχίζει να γεμίζει πυκνά σύννεφα απογοήτευσης και απομακρυνόμαστε με παράπονο από κάτι που με τόση αισιοδοξία είχαμε ξεκινήσει.
Πολλοί άνθρωποι έχουν κρυμμένη μέσα τους μια παιδική ψυχή που δεν τους χαρίζει όμως ένα κόσμο γεμάτο παιχνίδια, με τα οποία μπορούν να έρχονται σε επαφή με την δημιουργική τους πλευρά απελευθερώνοντας την, ώστε να πάρουν μια χούφτα σύννεφο να το απλώσουν στον ορίζοντά τους και να γίνουν δημιουργοί του ονείρου τους. Αυτή η παιδική ψυχή έχει ναυαγήσει σε έναν κόσμο που φαντάζεται πως όλοι οι άνθρωποι της χρωστούν κάτι, που θα πρέπει να τους το δώσουν, και απαιτούν από εκείνους πράγματα που είναι δικές τους ανικανοποίητες ανάγκες και κανείς δεν μπορεί να τις καλύψει. Τρέφονται αδιάκοπα από αυτήν την προσδοκία και αδημονούν για την ημέρα που κάποιος θα τους επιστρέψει, όλα όσα δεν τους δόθηκαν. Έτσι, στις συναναστροφές τους απαιτούν όλο και περισσότερα από τους άλλους, κάνοντάς τους να λυγίζουν από το βάρος των αιτημάτων τους και να μην μπορεί κανείς να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τους.
Όταν αποζητάμε από το άλλο πρόσωπο, να επανορθώσει με μαγικό τρόπο ό,τι χάθηκε, προσδοκώντας μέσα από εκείνον να αποκαταστήσουμε τα ραγίσματά μας με τρόπο που να μην φαίνεται καμία ρωγμή, όταν στρεφόμαστε σε εκείνον με απαιτητικό τρόπο, ένα κομμάτι μας ποθεί όχι να χαρεί αυτό που γεύεται, αλλά να διεκδικήσει όλα όσα του λείπουν απαιτώντας από τον άλλον να αναστρέψει την ανεπάρκεια που νιώθουμε. Η εξάρτηση, η προσκόλληση και ο έλεγχος παίρνουν τον έλεγχο και αποφασίζουν για την οπισθοδρόμηση της σχέσης, ώσπου κάποια στιγμή ανακαλύπτουμε ότι η ερωτική επιθυμία έχει υποχωρήσει, γιατί την θέση της την έχει καταλάβει η απαιτητική ανάγκη να καλυφθούν τα χαοτικά ελλείμματα που καταπίνουν κάθε ελεύθερη βούληση.
Όταν αναλαμβάνουμε τον σύντροφο μας, όχι για να δεσμευτούμε μαζί του αλλά για να τον αλλάξουμε και να αλλάξουμε και εμείς μέσα από αυτόν, να τον εκπαιδεύσουμε ή να εκπαιδευτούμε από εκείνον, να τον θεραπεύσουμε ή να θεραπευτούμε από εκείνον, τότε η σχέση υποφέρει, νοσεί. Όταν προσπαθούμε μέσα από εκείνον να πραγματώσουμε ό,τι αδυνατούμε να καταφέρουμε από μόνοι μας, να χρησιμοποιήσουμε τη δική του δυναμική για να αρχίζουν να γυρίζουν οι δικοί μας τροχοί, να ενωθούμε αράγιστα μαζί του, για να διαγραφεί η συναισθηματική δυσφορία του κενού μέσα μας, η σχέση γίνεται αδηφάγα και μεταμορφωνόμαστε σε μέσο ο ένας για τον άλλον, προκειμένου να αναστηθεί ό,τι είναι ήδη νεκρό.
Ο έρωτας είναι μια μορφή ψυχοθεραπείας, με τη μεταφορική σημασία του όρου όμως, με την έννοια ότι η αγάπη που κυλάει ανάμεσα σε δυο ανθρώπους τους αφήνει πιο ήρεμους να ασχοληθούν με τους ίδιους, με τη σχέση τους αλλά και με τον περίγυρό τους, αφού καθετί που μας κάνει να αισθανόμαστε καλά, επιστρέφεται και στους γύρω μας. Τα συναισθήματα κυλούν αυθόρμητα και όπως ρέουν, περιβάλλουν θεραπευτικά. Δεν ερωτευόμαστε για να μεταμορφωθούμε, η οποιαδήποτε αλλαγή έρχεται από μόνη της, χωρίς να την προσκαλέσουμε και κυρίως χωρίς να την απαιτήσουμε, ακριβώς γιατί έρχεται σαν απόρροια της αγάπης που αισθανόμαστε ο ένας για τον άλλον.
Κάποιοι άνθρωποι όμως ενώ νιώθουν να ανθίζει η καρδιά τους από τον πλούτο που με τόση γενναιοδωρία τους πρόσφερε μια συναισθηματική σχέση, τη μετατρέπουν σε κάτι δυσβάσταχτο από το σαράκι της απαίτησης και της αμφιβολίας.
Ο έρωτας μάς αποχωρίζεται όταν απαιτούμε ληστρικά από τον άλλο να προσαρμοστεί σε μια επιταγή, σε ένα χρέος που έχει μείνει μέσα μας ακάλυπτο. Τα χρέη του παρελθόντος ανήκουν σε ένα άλλο χρόνο. Κανείς και τίποτα δεν μπορεί να επαναφέρει τις στιγμές, για να τις ζήσουμε, να αναγεννηθούμε μέσα από αυτές. Όσο το πιστεύομε αυτό, ο άλλος άνθρωπος γίνεται ένα μέσο προσδοκίας, ένα μέσο ελέγχου, όπου ξεσπάμε ανεύθυνα τον εγωισμό μας απαιτώντας να προσαρμοστεί σε αυτό που μαγικά ελπίζουμε. Κι όταν δεν το κάνει, τον μειώνουμε, υποτιμάμε την αξία του, ακυρώνουμε αυτό που ζούμε, παύουμε να τον αναγνωρίζουμε. Το οποιοδήποτε ερέθισμα που αντηχεί μέσα μας την διάψευση ότι το παρελθόν μπορεί να επανορθωθεί με ψευδαισθησιακό τρόπο, το καταδικάζουμε ως ύποπτο και η ετυμηγορία είναι έτοιμη να απευθύνει την καταδίκη.
Η αγάπη θυσιάζεται, το πρόσωπο γίνεται μέσο, ο έρωτας μετατρέπεται σε ένα χρηστικό αντικείμενο. Απαιτούμε από τον έρωτα να καλύψει μια ανάγκη που έμεινε ξέπνοη στο χρόνο και προσδοκούμε να γίνει η ανάσα μας. Πεισματικά σαν παιδιά ζητάμε από εκείνον να δικαιώσει ότι έμεινε αδικαίωτο από άλλα πρόσωπα που ποδοπάτησαν τη ζωή μας. Σα να του ζητάμε να παίξει ένα έργο, για να εξαγνίσει την παρουσία των άλλων στη ζωή μας που μας άφησαν με ένα ξεριζωμό, με μια ντροπή να σημαδεύει τη ζωή μας σα στίγμα. Είτε παρακλητικά είτε προστακτικά θέλουμε να γίνει εκείνος ο ήρωας που θα σηκώσει στις πλάτες του το παρελθόν μας και εμείς αλαφροΐσκιωτοι θα αιωρούμαστε σε ένα ουρανό γεμάτο αταξίδευτα όνειρα, όπου θα συντροφεύουμε τις αυταπάτες μας. Η σχέση παύει να είναι σχέση και μετατρέπεται σε χρήση, όπου ο άλλος γίνεται ένα εργαλείο μαγικής επανόρθωσης, προκειμένου να αποκατασταθεί το ‘λάθος’ στον ψυχισμό μας.
Η θλίψη για ότι παραμελήθηκε, για ό,τι προδόθηκε και εγκαταλείφθηκε, είναι τόσο μεγάλη, που θεωρούμε τον εαυτό μας στιγματισμένο και τρέμουμε στην ιδέα της ξεφτισμένης εικόνας που απειλεί τα ερείπια του ψυχικού μας κόσμου. Γυρεύουμε μια αναστύλωση, ώστε να μπορέσουμε να αντέξουμε τους κλυδωνισμούς της ζωής, όταν οι καταιγίδες κτυπούν την πόρτα μας. Επειδή τα τραύματά μας όμως έχουν προσδιορίσει την εικόνα μας, νιώθουμε αδύναμοι να κάνουμε τις υπερβάσεις μας και να περιορίσουμε την διάστασή τους μέσα μας, οπότε ο απόηχός τους πλήττει την αξία μας. Έτσι, το σημάδι από ένα γεγονός, το οποίο το υποστήκαμε αναίτια στο παρελθόν, στιγματίζει ολάκερο τον ψυχισμό μας.
Με αυτόν τον τρόπο όμως αδυνατούμε να έρθουμε σε επαφή με την πραγματικότητα και να την αντιμετωπίσουμε Τα τραύματα, όσο βαθιά κι αν μας έχουν διαπεράσει, είναι πολύτιμος σύμμαχος στην ζωή μας, γιατί η κάθε εμπειρία ακόμη κι αν δεν είχε την έκβαση που επιθυμούσαμε, αποτελεί μάθημα ζωής και εφόδιο στον αγώνα μας. Όσο εμείς προσπαθούμε να εξαφανίσουμε, να διαγράψουμε από το χάρτη του παρελθόντος μας, καθετί που θεωρούμε πως μας στιγμάτισε, όσο γυρεύουμε μια μαγική επανόρθωση που θα σβήσει μονοκοντυλιάς ό,τι μας πλήγωσε, για να αποδεχτούμε τον εαυτό μας, χωρίς πληγές, χωρίς τραύματα, χωρίς εγγραφές, χωρίς παρελθόν, τόσο θυμώνουμε και ματώνουμε, γιατί διαπιστώνουμε πως δεν μπορούμε να διαγράψουμε τις θύμησές μας, αλλά το μόνο που θα μπορούσε να μας βοηθήσει είναι, να συμφιλιωθούμε με το ‘λάθος’ και να ανοίξουμε δρόμο στην ζωή μας.
Η μνήμη μάς χρειάζεται, γιατί αποτελεί μια πυξίδα, ώστε να μη χανόμαστε ξανά και ξανά σε ανώφελους προσδιορισμούς. Χάρη στην εμπειρία, ακόμα και χάρη στον πόνο που δοκιμάσαμε, αν τον δεχτούμε και τον αξιοποιήσουμε, τότε αποφεύγουμε διαδρομές που μας παραπλανούν και διαλέγουμε πορείες, όπου συναντάμε την αλήθεια μας, όπου η εικόνα μας γίνεται αποδεκτή, όπου νιώθουμε αυθεντικός εαυτός. Καθετί που συνέβηκε στη ζωή μας έχει το νόημα του, την αξία του και αν χαθεί, αν το σβήσουμε μονοκοντυλιάς, μαζί του σβήνουμε και την ζωή μας, η οποία σφραγίστηκε από κομμάτια, όπου όλα τους αποτελούν την ενότητά μας. Καθετί που ζήσαμε, είτε χαρούμενο, είτε λυπημένο, είμαστε εμείς. Κάθε στοιχείο μας που είτε το αξιοποιήσαμε είτε το αφήσαμε παραπονεμένο, συνεχίζει να υπάρχει μέσα μας και να μας περιμένει με προσμονή. Είχαμε δικαίωμα στα λάθη και στα σωστά της καρδιάς μας, ενώ οτιδήποτε προσπαθούμε να σβήσουμε από ντροπή, από θυμό ή ενοχή, μάς ακολουθεί σαν ένα θρύμμα που αποζητά να ενωθεί μαζί μας, για να απολογηθεί και να βρει τη θέση του στη ζωή μας, ώστε να μην πορεύεται απομονωμένο και αποσπασμένο από μας. Κάθε συναίσθημα ή σκέψη, που επιτίθεται στα κομμάτια του εαυτού μας, επιζητά την ένωση του με τον πυρήνα του εαυτού μας προκειμένου να αισθανθούμε ολάκεροι και ενωμένοι με τον εαυτό μας. Οι εμπειρίες της ζωής μας αφήνουν το απόσταγμά τους στο ψυχικό μας σύστημα, και εμείς διυλίζουμε την ουσία τους, για να αποβάλουμε το τοξικό τους περιεχόμενο και να ευφρανθούμε με το νέκταρ τους.
Αγγελική Μπολουδάκη
Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου