Δρόμοι με ματωμένα γόνατα, ποίηση, Νίκος Κυριακίδης, Εκδόσεις Ars Poetica 2013
Οι Δρόμοι με ματωμένα γόνατα είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Νίκου Κυριακίδη (1960, Προσφυγικά Αϊ Σώστη). Χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες, περίπου ισοδύναμες ως προς την έκταση. Και οι τέσσερις έχουν ως μότο στίχους ή κείμενο κάποιου συγγραφέα, δύο Ελλήνων και δύο ξένων.
Το πλαίσιο των ποιημάτων: μια εικόνα από τη φύση, συχνά καθησυχαστική, που ανατρέπεται σχεδόν αμέσως. Μνήμες από το παρελθόν που ματώνουν. Έκταση ως το παρόν, με μια οπτική που σαν να κοιτάει από παλιότερα –ενδιαφέρουσα. Τα παιδιά στο κέντρο, με τη δύναμη των μη-εμπειριών τους. Και τα μικρά κορίτσια σαν υπόσχεση ομορφιάς. Εφιάλτες. Και παραισθήσεις. Η οικογένεια, ο στρατός, ο έρωτας, οι ανθρώπινες σχέσεις, η φθορά, ο θάνατος, όλα παρόντα, με λέξεις καθόλου τετριμμένες, με απροσδόκητες εικόνες. Που σοκάρουν κάποτε, αλλά αποκαλύπτουν τρυφερότητα κάτω από την τραχύτητά τους.
Ο κόσμος του Κυριακίδη είναι ανατρεπτικός. Μόνο με ματωμένα γόνατα μπορείς να διασχίσεις τους δρόμους του. Πότε υδάτινος και πότε αιωρούμενος. Πάντα με την απειλή παρούσα. Στην επίγεια εκδοχή του δίοδοι οδηγούν στον κάτω κόσμο, σαν την πύλη του Άδη, σαν τις εκβολές του Αχέροντα. Ένας κόσμος που θα τον ονομάζαμε περιθωριακό, κάποιες φορές, ή underground, για να ταιριάζει και με τα συναφή με τον κάτω κόσμο.
Ποιήματα συχνά εκτεταμένα, μερικές φορές πιο ολιγόστιχα, με μονολεκτικούς στίχους μάλιστα, σπανίως μικρά. Αφηγήσεις και περιγραφές που έχουν κάποιες ιστορίες να πουν και να ανα-δείξουν, χωρίς, κατά κανόνα, να χάνεται η αίσθηση της ποίησης, ο υπόγειος δηλαδή ρυθμός που διακρίνει τον πραγματικό λόγο από τον πεζό.
Το τελευταίο ποίημα της ενότητας αλλά και όλης της συλλογής έχει τον τίτλο: Δύσκολα πρωινά και μοιάζει να παίζει με τον τίτλο του μυθιστορήματος της Μέλπως Αξιώτη Δύσκολες νύχτες. Θεωρώ ότι είναι ένα ποίημα με ιδιαίτερο ρυθμό και ατμόσφαιρα, με έναν υποβόσκοντα λυρισμό στην προσέγγιση του παρελθόντος αλλά και του παρόντος, που πιθανότατα οδηγεί σε μια επόμενη ποιητική έκφραση του Ν. Κυριακίδη.
Το μπακάλικο που ήταν και θα παραμείνει μπακάλικο/ θα με κοιτάζει στον κάτω δρόμο κάθε πρωί/ κι ας έχει κρυφτεί προσωρινά/ απ’ τα δεκαπέντε μου χρόνια.
Ο έρωτας στα ποιήματα του Κυριακίδη ποτέ τρυφερός ούτε λυτρωτικός. Στερημένος συχνά. Σκληρός επίσης. Αγοραίος πολλές φορές. Με την ίδια γεύση από αίμα και απώλεια. Και ο χρόνος να παίζει ένα παιχνίδι ύπουλο σε βάρος της ζωής. Κινείται ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, με ενδιάμεσα στάδια φθοράς. Και είναι θέμα του ποιητικού υποκειμένου να χαράξει τη διαχωριστική γραμμή. Όπως είναι και θέμα των προσώπων με τις ζωές των οποίων συνομιλεί.
Όλα τα παραπάνω πρέπει να ιδωθούν μέσα σε ένα πλαίσιο ιστορικό-πολιτικό. Που ξεκινάει από τη μικρασιατική προσφυγιά, την εγκατάστασή τους σε γειτονιές της Αθήνας, συνεχίζει με εκτελέσεις και απομακρύνσεις αριστερών, με κέντρο εκείνες τις γειτονιές πάλι, για να φτάσει ως τις μέρες μας, με τους ομαδικούς θανάτους των λαθρομεταναστών – ο πνιγμός – που προσπαθούν να μπουν από τη θάλασσα του Β. Αιγαίου, από τον ίδιο περίπου δρόμο των προσφύγων της Μικράς Ασίας.
Από κοντά και οι αναφορές και πορτρέτα ατόμων που περιθωριοποιούνται από κοινωνικές συμβάσεις και ταμπού. Εξαθλίωση, ασθένειες και οσμή θανάτου. Και ένας υποβόσκων θυμός, μια υπόγεια οργή. Που δεν φανερώνεται άμεσα, καθώς το ποιητικό υποκείμενο προτιμάει να βρει έμμεσους τρόπου, μεταφορές, εικόνες και αλληγορίες, ώστε να σημαδέψει τα σημεία εκείνα που το πονούν και το ματώνουν.
Κι όμως, η γλώσσα της περιγραφής και της αφήγησης δεν είναι ούτε ιδιαίτερα σκληρή ούτε ιδιαίτερα εξεζητημένη. Υπάρχουν, φυσικά, και κάποιες κορυφές με λέξεις λαϊκές ή ιδιωματικές ή της ιδιολέκτου των συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων που περιγράφονται. Το παράξενο σύμπαν του Κυριακίδη περιγράφεται, εντούτοις, απλά και σχεδόν φυσικά. Σαν κάτι το συνηθισμένο, το φυσιολογικό. Και αυτή, νομίζω, είναι η δύναμη της γλώσσας αυτής: ο αναγνώστης διαβάζει τις ανατρεπτικές εικόνες και τους απροσδόκητους συνειρμούς με μια τραχύτητα ίσως, αλλά σαν να μην συμβαίνει τίποτα το αξιοπερίεργο. Σαν απλές καθημερινές ιστορίες.
Τραχύτητα και αποστασιοποίηση συνυπάρχουν, η συγκίνηση δεν εκφράζεται άμεσα. Αλλά αυτή η γλώσσα και αυτή η στάση έχουν προκύψει όχι αφ’ υψηλού αλλά επειδή το ποιητικό υποκείμενο έχει ματώσει τα γόνατά του, και την ψυχή του, σε καταστάσεις και βιώματα που προκαλούν πόνο και απώλειες.
Κούλα Αδαλόγλου
http://www.vakxikon.gr/content/view/1581/9788/lang,el/
.
Οι Δρόμοι με ματωμένα γόνατα είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Νίκου Κυριακίδη (1960, Προσφυγικά Αϊ Σώστη). Χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες, περίπου ισοδύναμες ως προς την έκταση. Και οι τέσσερις έχουν ως μότο στίχους ή κείμενο κάποιου συγγραφέα, δύο Ελλήνων και δύο ξένων.
Το πλαίσιο των ποιημάτων: μια εικόνα από τη φύση, συχνά καθησυχαστική, που ανατρέπεται σχεδόν αμέσως. Μνήμες από το παρελθόν που ματώνουν. Έκταση ως το παρόν, με μια οπτική που σαν να κοιτάει από παλιότερα –ενδιαφέρουσα. Τα παιδιά στο κέντρο, με τη δύναμη των μη-εμπειριών τους. Και τα μικρά κορίτσια σαν υπόσχεση ομορφιάς. Εφιάλτες. Και παραισθήσεις. Η οικογένεια, ο στρατός, ο έρωτας, οι ανθρώπινες σχέσεις, η φθορά, ο θάνατος, όλα παρόντα, με λέξεις καθόλου τετριμμένες, με απροσδόκητες εικόνες. Που σοκάρουν κάποτε, αλλά αποκαλύπτουν τρυφερότητα κάτω από την τραχύτητά τους.
Ο κόσμος του Κυριακίδη είναι ανατρεπτικός. Μόνο με ματωμένα γόνατα μπορείς να διασχίσεις τους δρόμους του. Πότε υδάτινος και πότε αιωρούμενος. Πάντα με την απειλή παρούσα. Στην επίγεια εκδοχή του δίοδοι οδηγούν στον κάτω κόσμο, σαν την πύλη του Άδη, σαν τις εκβολές του Αχέροντα. Ένας κόσμος που θα τον ονομάζαμε περιθωριακό, κάποιες φορές, ή underground, για να ταιριάζει και με τα συναφή με τον κάτω κόσμο.
Ποιήματα συχνά εκτεταμένα, μερικές φορές πιο ολιγόστιχα, με μονολεκτικούς στίχους μάλιστα, σπανίως μικρά. Αφηγήσεις και περιγραφές που έχουν κάποιες ιστορίες να πουν και να ανα-δείξουν, χωρίς, κατά κανόνα, να χάνεται η αίσθηση της ποίησης, ο υπόγειος δηλαδή ρυθμός που διακρίνει τον πραγματικό λόγο από τον πεζό.
Το τελευταίο ποίημα της ενότητας αλλά και όλης της συλλογής έχει τον τίτλο: Δύσκολα πρωινά και μοιάζει να παίζει με τον τίτλο του μυθιστορήματος της Μέλπως Αξιώτη Δύσκολες νύχτες. Θεωρώ ότι είναι ένα ποίημα με ιδιαίτερο ρυθμό και ατμόσφαιρα, με έναν υποβόσκοντα λυρισμό στην προσέγγιση του παρελθόντος αλλά και του παρόντος, που πιθανότατα οδηγεί σε μια επόμενη ποιητική έκφραση του Ν. Κυριακίδη.
Το μπακάλικο που ήταν και θα παραμείνει μπακάλικο/ θα με κοιτάζει στον κάτω δρόμο κάθε πρωί/ κι ας έχει κρυφτεί προσωρινά/ απ’ τα δεκαπέντε μου χρόνια.
Ο έρωτας στα ποιήματα του Κυριακίδη ποτέ τρυφερός ούτε λυτρωτικός. Στερημένος συχνά. Σκληρός επίσης. Αγοραίος πολλές φορές. Με την ίδια γεύση από αίμα και απώλεια. Και ο χρόνος να παίζει ένα παιχνίδι ύπουλο σε βάρος της ζωής. Κινείται ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, με ενδιάμεσα στάδια φθοράς. Και είναι θέμα του ποιητικού υποκειμένου να χαράξει τη διαχωριστική γραμμή. Όπως είναι και θέμα των προσώπων με τις ζωές των οποίων συνομιλεί.
Όλα τα παραπάνω πρέπει να ιδωθούν μέσα σε ένα πλαίσιο ιστορικό-πολιτικό. Που ξεκινάει από τη μικρασιατική προσφυγιά, την εγκατάστασή τους σε γειτονιές της Αθήνας, συνεχίζει με εκτελέσεις και απομακρύνσεις αριστερών, με κέντρο εκείνες τις γειτονιές πάλι, για να φτάσει ως τις μέρες μας, με τους ομαδικούς θανάτους των λαθρομεταναστών – ο πνιγμός – που προσπαθούν να μπουν από τη θάλασσα του Β. Αιγαίου, από τον ίδιο περίπου δρόμο των προσφύγων της Μικράς Ασίας.
Από κοντά και οι αναφορές και πορτρέτα ατόμων που περιθωριοποιούνται από κοινωνικές συμβάσεις και ταμπού. Εξαθλίωση, ασθένειες και οσμή θανάτου. Και ένας υποβόσκων θυμός, μια υπόγεια οργή. Που δεν φανερώνεται άμεσα, καθώς το ποιητικό υποκείμενο προτιμάει να βρει έμμεσους τρόπου, μεταφορές, εικόνες και αλληγορίες, ώστε να σημαδέψει τα σημεία εκείνα που το πονούν και το ματώνουν.
Κι όμως, η γλώσσα της περιγραφής και της αφήγησης δεν είναι ούτε ιδιαίτερα σκληρή ούτε ιδιαίτερα εξεζητημένη. Υπάρχουν, φυσικά, και κάποιες κορυφές με λέξεις λαϊκές ή ιδιωματικές ή της ιδιολέκτου των συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων που περιγράφονται. Το παράξενο σύμπαν του Κυριακίδη περιγράφεται, εντούτοις, απλά και σχεδόν φυσικά. Σαν κάτι το συνηθισμένο, το φυσιολογικό. Και αυτή, νομίζω, είναι η δύναμη της γλώσσας αυτής: ο αναγνώστης διαβάζει τις ανατρεπτικές εικόνες και τους απροσδόκητους συνειρμούς με μια τραχύτητα ίσως, αλλά σαν να μην συμβαίνει τίποτα το αξιοπερίεργο. Σαν απλές καθημερινές ιστορίες.
Τραχύτητα και αποστασιοποίηση συνυπάρχουν, η συγκίνηση δεν εκφράζεται άμεσα. Αλλά αυτή η γλώσσα και αυτή η στάση έχουν προκύψει όχι αφ’ υψηλού αλλά επειδή το ποιητικό υποκείμενο έχει ματώσει τα γόνατά του, και την ψυχή του, σε καταστάσεις και βιώματα που προκαλούν πόνο και απώλειες.
Κούλα Αδαλόγλου
http://www.vakxikon.gr/content/view/1581/9788/lang,el/
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου