ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑ
Το μολύβι σταματάει στο άλφα.
Η στιγμή του ψιλόβροχου,
μ’ ένα φόβο αδιόρατο:
«Αυτά που έκανα ήξερα τι ήταν…
Δεν θέλω να τα θυμάμαι».
Οι λέξεις γίνονται συμπαγείς,
μένουν ακίνητες.
Εσύ μονάχα
χορεύεις με τ’ αστέρια,
καθρεπτίζεις στα θολά σου μάτια
τη νίκη του φόβου
όσων μονάχα έχουν φοβηθεί πολύ.
Περιμένεις χαμογελώντας
ν’ ανοίξουν τα φτερά που κρύβονται.
Να πετάξεις.
ΠΑΖΛ
Στη λεωφόρο σταυρώνουν ένα αγόρι,
μπροστά στη μάνα του.
Κατέβηκαν και πήραν τα εργαλεία απ’ τη
καρότσα.
Το δέντρο πνιγμένο στο απέραντο μπετόν
τα πλακάκια ιδρωμένα.
Κατέβασαν τσεκούρι,
μιαν αξίνα, φτυάρι, το ψαλίδι του
κουρέματος.
Πρώτα βέβαια του πήραν αίμα
-Επιβεβαίωση-
«Πονάω» φώναζε το αφτί
το χέρι ψιλοχάιδευε το πεζοδρόμιο χωρίς
τα δάχτυλα
«Καθήκια» είπε το δόντι
«Όχι μπροστά της» αυτό, από το δεξί του
μάτι.
Τα γένια προσπαθούσαν να παρηγορήσουν
τη γριά
αλλά εκείνη δεν έβλεπε
τίποτε.
Ούτε μάλλον ήταν εκεί.
Είχε πάει ντάλα μεσημέρι,
κατ’ ευθείαν στο μνήμα του.
ΣΤΟΝ
ΡΥΘΜΟ ΤΟΥ ΠΝΙΓΜΟΥ
Θα σου πω, πως όταν κάποιος τρελαθεί
(αληθινά όμως)
Φοβερίζει τον οίκτο των πολλών
Φεύγει, για πολύμορφα παραμύθια που τα
παίζει μέχρι τέλους
Σταματάει-
Χαιρετάει τον εαυτό του
Αγαπάει μια νεκρή κοπέλα
Του αρέσουν τα λεωφορεία το βράδυ
Ανάβει ηλεκτρικό τα πρωινά
Γίνεται λιχούδης σαν αρκουδάκι
Φωνάζει σαν άνθρωπος
Τρομοκρατεί τους απέναντι
Δεν μπαίνει σε κανέναν μέσα,
στο σπίτι, στη σκέψη, στο σώμα του
Ακουμπάει και λατρεύει τις λείες
επιφάνειες που τον χαϊδεύουν
Κινείται, σαν χορεύοντας στη λίμνη του
πόνου
Στα εκλογικά κέντρα γελάει που όλοι του
χαμογελούν
Στις καβάντζες ψάχνει για γυναικεία
υγρά, νωπά
Τα παιδιά τα βαριέται και τα λατρεύει
-όχι δεν χαϊδεύει κανένα-
Στη μάνα του λέει ψέμματα, πως πήρε όλα
τα χάπια.
Έχει εμμονή με την ώρα,
μη φύγει η τρέλα
και μείνει πάλι μόνος.
ΚΡΥΩΝΕ...
Βρέθηκε να φιλιέται με πάθος
μ’ ένα τεράστιο ψάρι.
Με το που εμφανίστηκε μπροστά της
έβγαλε επιθετικά τη γλώσσα
και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
Ήταν η λίμνη;
Τα όνειρα υγρασίας που έφτιαχνε;
Ο Ψάρης πάντως δεν εμφανίστηκε-
υπήρχε.
Όσο την έσφιγγε,
κοκκίνιζαν τα μάτια του.
Τα λέπια του σκληρά τη ματώναν.
Τα πράγματα στο δωμάτιο πέταγαν.
Ο χώρος άδειαζε.
Αυτή θυμάται πια μόνον κάποιες λέξεις-
κυρίως ονόματα.
Τώρα δα γδαρμένη, αλλά χωρίς πόνο,
κολυμπά,
απολαμβάνει την ανάσα με τα βράγχια.
«Εραστή… δεν έχω πια βάρος.
Πότε πέθανε η μάνα μου;
Το φανταζόμουν γκρι,
μα είναι γαλανό ως και το αίμα μου.
Απλά κάνει πολύ κρύο...
Η υγρασία είναι;»
Νίκος Κυριακίδης
Γεννήθηκε το 1960 στη Αθήνα, κάτω απ΄τα προσφυγικά του Άγιου
Σώστη στο Νέο Κόσμο. Σπούδασε μαθηματικά σε Αθήνα και Τουλούζη, δούλεψε στον
τομέα συστημάτων πιστοποίησης ποιότητας παραγωγής. Πρωτοεμφανίστηκε ποιητικά με
παλιά και νέα του ποιήματα στις αρχές του 2012, με κάποιες διαδικτυακές αναρτήσεις-΄΄φιλοξενίες΄΄,
ποιημάτων του.
ΤΟ BLOG ¨ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ" ευχαριστεί τον Ν. Κυριακίδη για την εμπιστοσύνη του...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου