Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013
Ώρα έναρξης 7 μμ.
Είσοδος ελεύθερη με δελτία προτεραιότητας
Η διανομή των δελτίων αρχίζει στις 5.30
Οι γλώσσες της εκδήλωσης
είναι τα ελληνικά και τα ιταλικά με ταυτόχρονη μετάφραση
Ώρα έναρξης 7 μμ.
Είσοδος ελεύθερη με δελτία προτεραιότητας
Η διανομή των δελτίων αρχίζει στις 5.30
Οι γλώσσες της εκδήλωσης
είναι τα ελληνικά και τα ιταλικά με ταυτόχρονη μετάφραση
Τόπος της ιστορίας, τόπος αποκλεισμού, στίγματος και θανάτου, ένας σύγχρονος Καιάδας, η Σπιναλόγκα, έγινε και τόπος έμπνευσης για τον Κώστα Τσόκλη, που το περασμένο καλοκαίρι μετέτρεψε ολόκληρο το νησί σε έργο τέχνης με επεμβάσεις και δρώμενα σε συνομιλία με το νησί-μνημείο και τον μισό αιώνα που λειτούργησε ως γκέτο λεπρών.
Στο Μέγαρο Μουσικής θα προβληθεί 30’ βίντεο της εικαστικής αυτής παρέμβασης-οδοιπορικού στα 85.000 τ.μ. της Σπιναλόγκας και θα συνοδευτεί από ομιλίες του ίδιου του καλλιτέχνη, των επιμελητών του εγχειρήματος, της Προέδρου του Δ.Σ. του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, Κατερίνας Κοσκινά και του ιστορικού τέχνης, Μπρούνο Κορά(Bruno Cora) καθώς και του συλλέκτη Νίκου Φινοκαλιώτη. Θα συντονίσει η τεχνοκριτικός Έφη Ανδρεάδη και θα ακολουθήσει συζήτηση με το κοινό.
Ο Κώστας Τσόκλης, με το σύνθετο αυτό πολιτιστικό δρώμενο, μετέτρεψε το νησί σε ένα μεγάλο γλυπτικό έργο με συνεργούς τη μουσική του Νίκου Ξυδάκη, που ακολουθεί τον επισκέπτη σε όλη τη διάρκεια της εικαστικής παρέμβασης, την αρχαιολογία και την τεχνολογία. Είναι μια παρέμβαση συμβολική που τροφοδοτείται από την τραγική ιστορία του τόπου, αλλά ταυτόχρονα και μια πρόταση ενός άλλου τουρισμού, συνδεδεμένου με την ιστορική μνήμη και το δέος για τα δεινά των ανθρώπων.
«Ο Σταυρός, σύμβολο μαρτυρίου, στην είσοδο του νησιού, το μετατρέπει αυτόματα σε μνημείο προσκυνήματος, που παύει να είναι τουριστικός τόπος. Ο επισκέπτης καλείται να επισκεφθεί το νησί με σεβασμό», γράφει ο Τσόκλης στον κατάλογο της ποικιλόμορφης αυτής παρέμβασης.
Τρισδιάστατα έργα ζωγραφικής, επιβλητικές εγκαταστάσεις, κατασκευές μεγάλων διαστάσεων, δρώμενα, αφηγούνται ή παραπέμπουν στη ζωή των απελπισμένων «μιαρών», που μέσα σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης κατάφεραν να φτιάξουν μια δική τους ζωή, έγκλειστοι και αποκλεισμένοι από τον έξω κόσμο, που βρισκόταν σε απόσταση 800 μέτρων θάλασσας και τους είχε καταδικάσει σε ζωντανό θάνατο. Ο επισκέπτης ακολουθώντας τη διαδρομή των παρεμβάσεων γίνεται ένας αυτόπτης σχεδόν μάρτυρας της ζωής των λεπρών και οι προβολές που προτείνει με τα έργα του ο Τσόκλης, τον ακολουθούν με την ένταση και τους στοχασμούς που προκαλούν, όταν παίρνει το δρόμο της επιστροφής.
« Ο καλλιτέχνης αφενός μας καλεί να συμμεριστούμε τις συνθήκες διαβίωσης εκείνων που έζησαν αποκλεισμένοι στο νησί αυτό από το 1904 έως το 1957 και αφετέρου μας προσφέρει διέξοδο μέσω της τέχνης. Τρίτος στόχος του είναι η συλλειτουργία τεχνών και επιστήμης και η ουμανιστική συνθεώρηση παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος», σημειώνει η Κατερίνα Κοσκινά στο κείμενό της για την έκθεση.
Τα έργα παραπέμπουν όλα στο θάνατο, αλλά και στην εμπιστοσύνη στη ζωή, αυτών των ανίατων και στην ουσία μελλοθανάτων ανθρώπων, που επέμεναν να ερωτεύονται, να γεννούν παιδιά, να οργανώνουν την καθημερινότητά τους, να διεκδικούν και να βελτιώνουν τη σύντομη ζωή τους.
Το Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας άρχισε να λειτουργεί το 1904, στην αρχή ως γκέτο των λεπρών από την Κρήτη και στη συνέχεια και λεπρών από την υπόλοιπη Ελλάδα και από το εξωτερικό. Η ασθένεια δημιουργούσε πανικό στους υγιείς και μετέτρεπε τους ασθενείς σε παρίες, με τη βοήθεια της αμάθειας. Η λέπρα ήταν η νόσος των αμαρτωλών και αν στο σόι κάποιου υπήρχε λεπρός, ήταν όλοι καταδικασμένοι: οι νέοι δεν μπορούσαν να παντρευτούν, μικροί και μεγαλύτεροι ζούσαν αποδιοπομπαίοι, σαν ζωντανοί νεκροί. Οι λεπροί μεταφέρονταν αλυσοδεμένοι στη Σπιναλόγκα, απαγορευόταν να επιστρέψουν στον έξω κόσμο και κατοικούσαν στα σπίτια που είχαν εγκαταλείψει οι μουσουλμάνοι μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Με ένα μικρό επίδομα από την πολιτεία αγόραζαν τα αναγκαία τρόφιμα στην υπαίθρια αγορά στο λιμάνι του νησιού. Πολλά από τα παιδιά που γεννήθηκαν από σχέσεις λεπρών ήταν υγιή και ζούσαν στο νησί μαζί με τους γονείς τους μέχρι το 1936, οπότε και μεταφέρθηκαν στην Αθήνα σε ειδικό ίδρυμα. Η Σπιναλόγκα έκλεισε το 1957, όταν τα αντιβιοτικά μπορούσαν πλέον να αντιμετωπίσουν την ασθένεια και όσοι λεπροί είχαν απομείνει, μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων της Αγίας Βαρβάρας, στην Αθήνα.
Η σκηνοθέτης Λίλα Κουρκουλάκου, πήγε στη δεκαετία του 50 στο νησί, έζησε με τους στιγματισμένους κατοίκους του για ένα διάστημα και γύρισε την ταινία, «Το Νησί της Σιωπής». Το 1968, ο Γερμανός σκηνοθέτης Βέρνερ Χέρζογκ έκανε μια πειραματική ταινία μικρού μήκους για τον τελευταίο κάτοικο της Σπιναλόγκας, τις «Τελευταίες Λέξεις».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου