Η αμπελοκαλλιέργεια και η οινοποιία στην Ελλάδα είναι παραγωγή με παράδοση και ρίζες βαθιές. Επιβίωσε παρά τις δυσχέρειες ανά τους αιώνες, κτήμα των Ελλήνων αγροτών που φρόντιζαν να διατηρούν ένα αμπελάκι για την οικογένεια ακόμα και όταν οι συνθήκες δεν ευνοούσαν την εκτεταμένη καλλιέργεια και το εμπόριο.
Τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και τις πρώτες δεκαετίες μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες ήταν ιδιαίτερα δύσκολες για όλες τις παραγωγές και ακόμα περισσότερο για το ευαίσθητο αμπέλι. Η παραγωγή περιορίζονταν στην κάλυψη των εγχώριων αναγκών. Στα μέσα του 19ου αιώνα οι επιδημίες που έπληξαν τα ευρωπαϊκά αμπέλια, έδωσαν μια νέα πνοή στην ελληνική αμπελοκαλλιέργεια. Μεγάλες ποσότητες κρασιών άρχισαν να εξάγονται με σκοπό τη μίξη τους με ευρωπαϊκά κρασιά. Τελικά η φυλλοξήρα έπληξε και την Ελλάδα, ευτυχώς με βραδύτερους ρυθμούς λόγω των γεωγραφικών φραγμών και της ερήμωσης της υπαίθρου.
Η αμπελοκαλλιέργεια στα στενά γεωγραφικά όρια της σημερινής ελληνικής Θράκης υπήρξε μάλλον περιορισμένη σε σχέση με άλλες περιοχές της χώρας και χωρίς αυτό να οφείλεται στο κλίμα ή το έδαφος. Αντίθετα κάποιες περιοχές παρουσιάζουν τις ευνοϊκότερες συνθήκες για την ανάπτυξη της αμπέλου. Ο λόγος φαίνεται να είναι η εκτεταμένη καλλιέργεια, σχεδόν μονοκαλλιέργεια καπνού. Το αμπέλι περιορίστηκε σε μικρή, οικογενειακής φύσεως παραγωγή που κάλυπτε τοπικές ανάγκες. Κρασιά καλύτερης ποιότητας παράγονταν στα νησιά του Βορείου Αιγαίου και σε αμπελοοινικές περιοχές της γειτονικής Βουλγαρίας και Τουρκίας. Εκεί πρέπει να αναζητήσουμε και τη συνέχεια της μεγάλης θρακικής παράδοσης στην καλλιέργεια του αμπελιού και την παραγωγή κρασιού. Στις αλησμόνητες πατρίδες των Θρακιωτών της Ανατολικής Θράκης και της Ανατολικής Ρωμυλίας αμπέλια καλλιεργούνταν σε εκτεταμένες εκτάσεις με πολλές παραδοσιακές ποικιλίες επιτραπέζιες και για κρασί. Οι πρόσφυγες από αυτές τις περιοχές, έφεραν στην Ελλάδα και μεταφύτευσαν εκατομμύρια κλήματα αλλά και τις παραδόσεις αιώνων από τις πατρογονικές τους εστίες. Στα χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης όπου μετεγκαταστάθηκαν μετά τα θλιβερά γεγονότα του πολέμου, αναζήτησαν οι λαογράφοι των αρχών του αιώνα τους κατοίκους αυτών των περιοχών και κατέγραψαν σημαντικά στοιχεία για τη ζωή και την οικονομία στις περιοχές τους που σε ένα μεγάλο ποσοστό φαίνεται ότι εξαρτιόταν από το αμπέλι και το κρασί .
Διάσημες για την παραγωγή τους οι Σαράντα Εκκλησιές που περιβάλλονταν από πεδινές εκτάσεις και χώματα κατάλληλα για την καλλιέργεια αμπελιού που αποδίδει και προοδεύει παράλληλα. Γύρω από την πόλη σε ακτίνα μιάμιση ώρας με τα μέσα της εποχής είχε μόνο αμπέλια. Ο μέσος όρος ετήσιας παραγωγής ήταν 7.800.000 οκάδες ενώ μια καλή σοδειά μπορούσε να φτάσει 12.000.000 οκάδες. Σημαντικές ποσότητες εξάγονταν στην Βουλγαρία αλλά το μεγαλύτερο ποσοστό εξάγονταν στη Γαλλία,. Έφτιαχναν κυρίως τρία είδη κρασιού, λευκό, μαύρο και πηλίνο. Το τελευταίο παρασκευάζονταν από λευκό με προσθήκη αψινθίου, είχε γεύση υπόπικρη και το έπιναν κυρίως για δυναμωτικό και ορεκτικό. Σταφύλι που ευδοκιμούσε και απέδιδε ήταν το παπάς καρασή, μαύρο με πολλή τανίνη, για αυτό τα κρασιά ονομάζονταν μπογιαμάδες και στυφά. Είχαν κατά μέσο όρο 11-12 βαθμούς οινοπνεύματος γεγονός που οδήγησε στην ανάπτυξη της κονιακοποιΐας. Παρήγαγαν περίπου 18.000.000 οκάδες σταφύλια, από τα οποία παράγονταν 9.000.000 οκάδες λευκό κρασί, 4.000.000 οκάδες μαύρο και 5.000.000 τσίπουρα για απόσταξη. Τα λεγόμενα άσπρα κρασιά στην πραγματικότητα είχαν το χρώμα του κονιάκ γιατί τα σταφύλια όπως είπαμε ήταν μαύρα. Η φυλλοξήρα έπληξε την περιοχή γύρω στα 1910. Έγινε μια προσπάθεια ανάκαμψης με τη μεταφύτευση αμερικάνικων κλημάτων αλλά ήρθαν τελικά οι καταστροφικοί πόλεμοι και έδωσαν την χαριστική βολή στα αμπέλια που μετατράπηκαν σε χωράφια.
Από τις πιο γνωστές περιοχές για την ποσότητα και την ποιότητα της παραγωγής ήταν και η Στενήμαχος (σήμερα στη Βουλγαρία). Καλλιεργούσαν μεγάλες εκτάσεις με τα καλύτερα αμπέλια και έφτιαχναν εξαιρετικά κρασιά όπως τον πηλίνο, το μαύρο, τον καρτσιάγκο, το τσιμπητό κ.α. Παρήγαγαν και ένα κρασί για τους Εβραίους, με μούστο ντόπιο αλλά συνταγή εβραίικη.
Πολλοί αμπελώνες υπήρχαν και στη Συλήμβρια (Επιβάτες, Δελλιώνας, Εξάστερον, Γιαλούς, Οικονοεμείον, Δημοκράτειαν, Καλλικράτειαν) όπου καλλιεργούνταν τα λεγόμενα περατεινά ή γιαπουντζάκια. Σταφύλια εξήγαγαν στην Πόλη6 σε ποσότητα που έφτανε τις 150-200.000 οκάδες ημερησίως και κρασιά στη Γαλλία7 μετά την προσβολή των αμπελιών της από την φυλλοξήρα.
Στην Αγχίαλο της Αν. Ρωμυλίας με την αμπελουργία ασχολούνταν το 80% του πληθυσμού. Έκαναν πολλά και καλά κρασιά, ρακί και ξύδι. Ειδικεύονταν στον πηλίνο και τους μουσελέδες, εξαιρετικά γλυκά κρασιά.
Κρασιά έπιναν όλοι οι Θράκες στο τραπέζι τους. Το λαϊκότερο κρασί ήταν ο μπογιαμάς. Γινότανε από μαύρο σταφύλι, είχε βαθύ κόκκινο χρώμα και δυνατή γεύση ενώ θεωρούνταν και απαραίτητο θερμαντικό. Για ορεκτικά είχαν πολλά είδη ρακιών. Στο πολύ κρύο έπιναν πριν φύγουν για τη δουλειά ένα μάρετς δηλαδή κρασί βρασμένο με πιπέρι μαύρο, τόσο καυτερό που άναβε το στόμα και το στομάχι. Εκλεχτά κρασιά τα παλαίωναν και τα θεωρούσαν τόσο δυναμωτικά που οι γιατροί τα σύνεστηναν ως φάρμακο. Σε όλη τη χώρα, το κρασί είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής δίαιτας των ανθρώπων όλων των κοινωνικών τάξεων και ομάδων, σχεδόν ίσης σημασία με τα σιτηρά και το λάδι.
Από τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, η Σάμος κατείχε μάλλον την πρώτη θέση στη παραγωγή κρασιού. Οι ορεινές περιοχές της υπήρξαν ιδιαίτερα ευνοϊκές για την παραγωγή καλής ποιότητας λευκών μοσχάτων κρασιών, γλυκών, ημίγλυκων και ρετσινάτων. Κατά την αρχαιότητα δεν συμπεριλαμβάνονταν στη λίστα των περιοχών με κρασιά άριστης ποιότητας. Τα πράγματα άλλαξαν στους μεσαιωνικούς χρόνους όταν το νησί ερήμωσε από το φόβο των πειρατών και επανακατοικήθηκε στα τέλη του 16ου αιώνα. Τότε ανανεώθηκαν και οι αμπελώνες της, με το άσπρο μοσχάτο σταφύλι να κυριαρχεί σχεδόν κατά αποκλειστικότητα. Αντίθετα ονομαστά από την αρχαιότητα ήταν τα κρασιά της Λήμνου και τα αμπέλια της μεταφυτεύτηκαν σε πολλά μέρη της χώρας και κυρίως στη Χαλκιδική. Μετά την επέλαση της φυλλοξήρας, φυτεύτηκε το γνωστό μοσχάτο Αλεξανδρείας που ήταν επικερδές οικονομικά και εκτοπίστηκε η παραδοσιακή κόκκινη ποικιλία καλάμπακι που από κάποιους ταυτίζεται με την αρχαία λημνία άμπελο. Η παραδοσιακή αυτή ποικιλία ίσως επιβίωσε στη Λέσβο όπου παράγονταν κόκκινο κρασί με ασυνήθιστα καλές κριτικές από ευρωπαίους γνώστες.
Στη Χίο, μια μεγάλη παράδοση ξεριζώθηκε βίαια όταν κατά την επανάσταση του 1821 οι Τούρκοι κατέστρεψαν ολοκληρωτικά το νησί. Οι αμπελώνες του δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ, οι οικονομικές συνθήκες άλλωστε έστρεψαν το ενδιαφέρον των κατοίκων του σε πιο επικερδείς παραγωγές και στην ναυσιπλοΐα. Τα κρασιά της τελευταίοι γεύτηκαν και κατέγραψαν οι δυτικοί επισκέπτες του 19ου αιώνα. Η ποικιλία που κυριαρχούσε ήταν ένα μαύρο γλυκό κρασοστάφυλο, ίίσως παρακλάδι της αιγαιοπελαγίτικης μανδηλαριάς που καλλιεργείται σε περιορισμένες εκτάσεις ακόμη και σήμερα. Λαμπρή η παράδοση αλλά φτωχή η συνέχεια και για την Ικαρία. Οι δύσκολες συνθήκες κράτησαν τους Ικαριώτες, ναυτικούς ή μετανάστες μακριά από το νησί τους. Παρόλα αυτά αμπέλια καλλιεργούνταν και στήριζαν την οικονομία του νησιού, κυρίως όμως για την παραγωγή μαύρης σταφίδας.
Ευνοϊκότερα εξελιχθήκαν τα πράγματα για την αμπελουργία στα Δωδεκάνησα και ιδιαίτερα στη Ρόδο. Το νησί από την πολύ πρώιμη αρχαιότητα ως την τουρκοκρατία διατήρησε την παράδοσή, του παρά τις δυσκολίες κατά την τελευταία αυτή περίοδο. Είχε μάλιστα την ευλογία να μην πληγεί ποτέ από την φυλλοξήρα. Το κλίμα ήταν ιδανικό για ποιοτική και ποσοτική παραγωγή, με αρκετές βροχοπτώσεις, τις περισσότερες μέρες ηλιοφάνειας και την θερμοκρασία του εδάφους να μετριάζεται χάρη στις θαλάσσιες αύρες που το δροσίζουν δύο φορές τη μέρα κατά τους μήνες της ωρίμανσης των σταφυλιών. Οι ποικιλίες που στιγμάτισαν τα ροδίτικα κρασιά είναι το λευκό αθήρι και η κόκκινη μανδηλαριά. Είναι πιθανό και τα δύο να ήρθαν στο νησί από τις Κυκλάδες, αφού η μανδηλαριά ονομάζεται από τους ντόπιους αμοργιανό, ενώ το αθήρι ίσως σχετίζεται με την αρχαία θηριακή άμπελο. Στα υπόλοιπα Δωδεκάνησα η ερήμωση και τα απαξιωτικά μέτρα των Οθωμανών έφεραν σταδιακά τον μαρασμό. Στην Κω παράγονταν σε μικρές ποσότητες μανδηλαριά ή αμουργιανό και αθήρι. Στη Σύμη και στη Νίσυρο επίσης μικρή παραγωγή, κυρίως από μανδηλαριά και φωκιανό. Καλύτερη τύχη είχε η Κάρπαθος που δεν πλήγηκε από την φυλλοξήρα. Οι ποικιλίες της όπως και η γεωγραφική της θέση είναι κάτι ανάμεσα σε Ρόδο και Κρήτη, με άσπρα σταφύλια, το αθήρι, τη θράψα, το ροζακί και το μοσχάτο και κόκκινα, τη μανδηλαριά και το φωκιανό.
συνεχίζεται....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου