Στο παραμύθι που μάτωνε,
ήταν το ψιλόλιγνο αερικό
που διαμέλισε την τρύπα των φιδιών.
(με όλα τα εντός της)
Ήταν πια πολυ γριά
-μάλλον δεν ήταν καν η μάνα της-
έψαχνε για νέους πόνους, όσο θα προλάβαινε.
Κάρφωσε το βλέμμα στο ρολόι της αποβάθρας.
Τα τρένα έρχονταν
Έφευγαν
Ο χρόνος μίκραινε
Η φωνή χανόταν κι ας κουνούσε με ένταση τα
χείλη.
Βάφτηκε τώρα.
Ξαφνικά το ψιλόλιγνο κορίτσι, πάλι,
όχι για μιαν ολόκληρη ταλαιπωρία.
Τελειώνει ευτυχώς η τεράστια ζωή
Ξεκουραζόμαστε.
Κοίταξε τον πιο αξιοπρεπή πόνο,
πήγε δίπλα του, θυμωμένη,
του έταξε ένα ταξίδι να ξεχάσει,
του έδωσε ένα χάδι στο χέρι, που ο πόνος δεν το
κατάλαβε
καν.
Αλλά σηκώθηκε κι έφυγε ευθυτενής και άλλος,
ανάβοντας ένα τσιγάρο.
Μουτζούρωσε το βάψιμό της
την ώρα την ήξερε καλά πια
και με άφησε :
Μ΄ ένα λόγο να ψελλίζω άναρθρο ,
με μιαν αίσθηση σπιτιού.
-Σκεφτόμουν να φανταστείτε :‘’αύριο’’-
ΝΙΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου