Η Μαρία Κάλλας είναι ίσως η μόνη καλλιτέχνης του 20ου αιώνα, και ίσως όλων των εποχών, για την οποία έχουν γραφεί τόσες πολλές βιογραφίες, μελέτες, βιβλία, αφιερώματα, άρθρα. Οι πρώτες εκδόσεις με βιογραφίες της Κάλλας χρονολογούνται από το 1957, γεγονός που σημαίνει ότι οι σύγχρονοί της είχαν συνειδητοποιήσει μέσα από ένα κλίμα έντονων και σκληρών πολεμικών, το μέγεθος της τέχνης της και την επαναστατική παρουσία της στην όπερα.
Μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει πάνω από 40 βιογραφίες της Κάλλας. Άλλες επιστημονικές, άλλες δημοσιογραφικές, άλλες λατρευτικές, άλλες ανατρεπτικές, άλλες θεολογικές, άλλες αιρετικές. Το μεγαλύτερο μέρος της βιογραφίας που ακολουθεί είναι από το βιβλίο του Βασίλη Νικολαΐδη, «Μαρία Κάλλας: Μεταμορφώσεις μιας τέχνης» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μπάστας, αλλά και από άλλες πηγές οι οποίες αναφέρονται στο τέλος του κειμένου.
Η Μαρία Καλογεροπούλου (Μαρία, Σοφία, Άννα, Καικιλία για την ακρίβεια) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, στις 2 ή 4 Δεκεμβρίου του 1923, από το Γιώργο και την Ευαγγελία Καλογεροπούλου, είναι το τρίτο τους παιδί. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς οι γονείς της, Ευαγγελία Δημητριάδη (από την Κωνσταντινούπολη) και Γιώργος Καλογερόπουλος (από τo Nεοχώριο Ιθώμης στο Μελιγαλά Μεσσηνίας), είχαν μεταναστεύσει στις Η.Π.Α. από την Αθήνα. Ο «μύθος» τη θέλει να γεννιέται ένα βράδυ καταιγίδας, σαν ένα σημάδι της κατοπινής θυελλώδους ζωής και καριέρας της. Νωρίς δείχνει μεγάλη αγάπη για τη μουσική και το 1931 παίρνει τα πρώτα μαθήματα πιάνου και σολφέζ μαζί με τη μεγαλύτερη αδελφή της Υακίνθη. Σε ηλικία 11 ετών έλαβε το πρώτο βραβείο ως "σολίστ" σε διαγωνισμό παιδικών φωνών που είχε διοργανώσει ο ραδιοφωνικός σταθμός της Νέας Υόρκης W.O.R. Μοναδικό ντοκουμέντο από εκείνη την πρώτη επαφή της με τη μουσική θεωρείται μια μαγνητοταινία, που χρονολογείται από το 1935, όπου η Κάλλας με το ψευδώνυμο Νίνα Φορέστι μιλά και κατόπιν τραγουδά την άρια «Un bel di vedremo» («Μια ωραία μέρα θα δούμε») από την Μπάτερφλαϊ του Πουτσίνι. Δεν είμαστε καθόλου σίγουροι αν πράγματι η Φορέστι είναι η Καλογεροπούλου των δώδεκα χρόνων· άλλωστε η φωνή δεν θυμίζει το γνωστό ηχόχρωμα της Κάλλας. Το 1937 φεύγει με τη μητέρα της για την Αθήνα και εκεί αρχίζει μαθήματα τραγουδιού στο Εθνικό Ωδείο, με τη Μαρία Τριβέλα. Το 1939 τραγουδά τη Σαντούτσα, στην Καβαλερία Ρουστικάνα του Μασκάνι, παράσταση επίδειξη από τους μαθητές του Ωδείου, και λίγο αργότερα, την ίδια χρονιά, αρχίζει η μαθητεία της κοντά στην Ελβίρα ντε Ιντάλγκο (de Hidalgo), διάσημη Ισπανίδα σοπράνο του Μεσοπολέμου, είναι η πρώτη που θα μυήσει την Κάλλας στα μυστικά της μεγάλης τέχνης του τραγουδιού. Θα τη φέρει σε επαφή με ένα ρεπερτόριο ειδικό, το δικό της ρεπερτόριο, που περιλαμβάνει ρόλους της ιταλικής ρομαντικής σχολής. Έτσι η νεαρή μαθήτρια θα πρωτοτραγουδήσει άριες από τη Νόρμα και την Υπνοβάτιδα του Μπελίνι, όπερες που θα την κάνουν διάσημη αργότερα. Η ίδια η ντε Ιντάλγκο θυμάται: «Θέλησα να παρουσιάσω τη Μαρία στους άλλους καθηγητές και στον Διευθυντή του Ωδείου. Και το έκανα με ενθουσιασμό γιατί τη θαύμαζα. Αλλά οι άλλοι έδειξαν αδιαφορία. Μου είπαν : Αγνοήστε την. Δεν θα καταφέρει τίποτε κι επιπλέον θα σας δημιουργήσει προβλήματα επειδή είναι υπερόπτης. Εγώ επέμεινα ότι δεν συμφωνούσα διόλου και ότι φωνή σαν της Μαρίας δεν θα ξανακούγανε. Δεν κατάφερα να πείσω κανένα αλλά επειδή ήμουν σίγουρη για την κρίση μου έδωσα μια κοφτή λύση στη συζήτηση. Καλά, είπα, ας μη συνεχίσουμε την κουβέντα. Αυτή την μαθήτρια την ξεχωρίζω και την αναλαμβάνω με δικά μου έξοδα. Εσείς δεν χρειάζεται ν’ απασχοληθείτε καθόλου για την πληρωμή των μαθημάτων που θα της κάνω». Η Κάλλας θυμάται: «Ήταν μεγάλη δασκάλα. Όχι μόνο ήξερε να διδάξει ένα κορίτσι να τραγουδάει, αλλά έδινε προσοχή και στο τι θα τραγουδούσε καλύτερα. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ καλών και μεγάλων δασκάλων Ο καλός εκμεταλλεύεται τα μέσα του μαθητής του, ενώ ο μεγάλος προβλέπει την εξέλιξή του. Η ντε Ιντάλγκο αντιλήφθηκε ότι θα τραγουδούσα καλύτερα Bellini και Donizetti, εν μέρει διότι το είδος της μουσικής τους με συγκινούσε. Και με προσανατόλισε προς εκείνους. Ήταν μάρτυρας όλης μου της ζωής στην Αθήνα, τόσο της καλλιτεχνικής όσο και της οικογενειακής. Θα μπορούσε να πει για μένα περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο, γιατί μαζί της είχα την μεγαλύτερη επαφή και οικειότητα». Από το 1939 σώζεται μια μαγνητοταινία, όπου η Κάλλας τραγουδάει την άρια της Λαουρέτα από τον Τζάννι Σκίκκι του Πουτσίνι «O mio babbino caro» («Ακριβέ μου πατερούλη»). Γι’ αυτό το ντοκουμέντο δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Η φωνή μάς είναι οικεία. Η ταινία αυτή βρέθηκε στο σπίτι της καλλιτέχνιδος μετά το θάνατό της και την ακούσαμε στην έκθεση για τη μνήμη της, που διοργάνωσε ο Δήμος του Παρισιού το 1979 στο Μουσείο Καρναβαλέ. Το 1940 σε εξετάσεις του Ωδείου Αθηνών αυτή τη φορά, ερμηνεύει τον κύριο ρόλο στην Αδελφή Αγγελική του Πουτσίνι. Αυτή είναι η δεύτερη εμφάνισή της, ως μαθήτριας, σε μελοδραματική παράσταση. Ντε Ιντάλγκο και Κάλλας σε διάλειμμα από τις πρόβες του ρεσιτάλ που έδωσε η Μαρία Κάλλας στο Ηρώδειο το 1957 Με τη βοήθεια της Ντε Ιντάλγκο, η Κάλλας προσλαμβάνεται στην Εθνική Λυρική Σκηνή, που τότε αποτελούσε ενιαίο σχήμα με το Εθνικό. Το 1941 λοιπόν, η Καλογεροπούλου θα τραγουδήσει, για πρώτη φορά επαγγελματικά, στην οπερέτα Βοκκάκιος του Σουπέ. Στο μεταξύ ο πόλεμος ξεσπάει, οι καιροί είναι δύσκολοι και η Κατοχή με όλη την υλική αλλά και ηθική της μιζέρια επηρεάζουν την Κάλλας, που ωστόσο αρχίζει να σταδιοδρομεί στην όπερα παρά τις όποιες αντιξοότητες. Το 1942 ερμηνεύει τον κύριο ρόλο στην όπερα του Πουτσίνι Τόσκα. Αυτή είναι η πρώτη επαγγελματική της εμφάνιση ως πρωταγωνίστρια στην όπερα. Η γνωριμία της με τον βαρύτονο Ευάγγελο Μαγκλιβέρα και η βοήθεια που της προσφέρει με τη σκηνική του πείρα την οδηγούν σε δύο μεγάλες επιτυχίες: στον Κάμπο του Ντ’ Αλμπέρ και στο Φιντέλιο του Μπετόβεν, το 1944. Την ίδια χρονιά, επίσης, πρωταγωνιστεί στον πρωτομάστορα του Καλομοίρη και στην Καβαλερία Ρουστικά του Μασκάνι. Παράλληλα με τις παραστάσεις της Λυρικής εμφανίζεται συχνά σε συναυλίες και αφήνει άριστες εντυπώσεις, μιας και εκεί τραγουδάει, επίσημα πια, το αγαπημένο της ρεπερτόριο, το «μπελ κάντο». Όμως η κατάσταση της Λυρικής, η μετριότητα των παραστάσεων, ανεβασμένων με πενιχρά μέσα, η αντιζηλία και ο πόλεμος των άλλων τραγουδιστών και ιθυνόντων, καθώς και τα μηδαμινά οικονομικά οφέλη, ωθούν τη νεαρή καλλιτέχνιδα στη φυγή. Έπειτα από ένα συγκινητικό ρεσιτάλ στο Ρεξ και λίγες εμφανίσεις στο Ζητιάνο Φοιτητή, οπερέτα του Μιλαίκερ, η Μαρία Καλογεροπούλου φεύγει για Νέα Υόρκη, τη γενέτειρά της, όπου μένει μόνιμα ο πατέρας της. Η ελληνική της καριέρα τελειώνει οριστικά τον Σεπτέμβριο του ’45. Στην Αμερική ζει μια ζωή πιο άνετη και, ενώ παράλληλα συνεχίζει τη μελέτη, αναζητεί εργασία. Στην Μετροπόλιταν Όπερα της προτείνουν την Μπάτερφλάϊ, τον Φιντέλιο και την Βασίλισσα της Νύχτας από το Μαγικό Αυλό του Μότσαρτ, στα αγγλικά. Η καλλιτέχνης αρνείται· καταλαβαίνει πως ένα τέτοιο ξεκίνημα δεν είναι αντάξιο των φιλοδοξιών της. Την εποχή αυτή αλλάζει το όνομα της σε Κάλλας, για συντομία αλλά και για να του δώσει ίσως μια ξενική χροιά. Το 1947 μελετά το ρόλο της Τουραντότ, για το ανέβασμα της όπερας του Πουτσίνι στο Σικάγο. Δυστυχώς η παράσταση ματαιώνεται, αλλά την ίδια χρονιά τη ζητούν σε ακρόαση για το ρόλο της Τζοκόντα, στο ομώνυμο έργο του Πονκιέλι, που θα παιζόταν το ίδιο καλοκαίρι στη Βερόνα στη μεγάλη ρωμαϊκή αρένα. Στις 2 Αυγούστου του 1947 κάνει την πρώτη της εμφάνιση στην Ιταλία το πρώτο βήμα για τη μεγάλη της καριέρα. Διευθυντής ορχήστρας της παράστασης είναι ο βετεράνος Τούλιο Σεραφίν, που στο πρόσωπο της Κάλλας θα θυμηθεί τη μεγάλη σοπράνο του Μεσοπολέμου Ρόζα Πονσέλε, την οποία είχε διευθύνει στο παρελθόν. Και από τη στιγμή αυτή ο Σεραφίν γίνεται ο μεγάλος δάσκαλός της. Θα τη μυήσει στα μυστικά του τραγουδιού, που ακόμη δεν έχει ολοκληρωτικά κατακτήσει, και, πιο ουσιαστικά από την Ντε Ιντάλγκο, θα τη μάθει να τραγουδάει σωστά, ξεπερνώντας τα μέχρι τότε ελαττώματα της φωνής της, με μια άρτια τεχνική. Ο Σεραφίν υπήρξε ίσως η πιο αποφασιστική παρουσία στη μουσική και φωνητική εξέλιξη της Κάλλας, αυτός που διαισθάνθηκε όλες της τις δυνατότητες και την ώθησε σε παράτολμα εγχειρήματα, δηλαδή σε ρόλους εκ διαμέτρου αντίθετους σε διάθεση και φωνητική γραφή. Αλλά στην πρώτη της εμφάνιση, το 1947, η Κάλλας γνωρίζει και ένα ακόμη πρόσωπο που θα παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή της, το βιομήχανο Τζανμπατίστα Μενεγκίνι, τον οποίο και θα παντρευτεί το 1949. Ο Μενεγκίνι πίστεψε και αυτός στις δυνατότητες της Κάλλας, τις εξασφάλισε μια άνετη ζωή, και στάθηκε δίπλα της πιστά, ίσως πιεστικά, σαν ένας αποκλειστικός και αυστηρός μάνατζερ. Χάρη όμως στην πειθαρχεία, την λιτότητα και τον χωρίς υπερβολές ρυθμό που τις επέβαλε, τη βοήθησε ν’ αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην τέχνη της. Φυσικά κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για συναισθηματική ολοκλήρωση· αυτή προς το παρόν ερχόταν σε δεύτερη μοίρα· η καριέρα και η καλλιτεχνική πληρότητα προείχαν. Μαρία Κάλλας και Λέοναρντ Μπερνστάιν Σιγά σιγά, ύστερα από τον Βάγκνερ, που τραγούδησε μετά την Τζοκόντα, η Μαρία Μενεγκίνι-Κάλλας εμφανίζεται στη Νόρμα (1948), στους Πουριτανούς του Μπελίνι και στον Ναμπούκο του Βέρντι (1949). Η όπερα του Μεξικού τις δίνει την ευκαιρία να τραγουδήσει για πρώτη φορά πολλά έργα του κατοπινού ρεπερτορίου της και η Φλωρεντία ανεβάζει γι’ αυτή όπερες ξεχασμένες, όπως ο Σικελικός Εσπερινός του Βέρντι (1951), η Αρμίντα του Ροσίνι (1952) και η Μήδεια του Κερουμπίνι (1953). Η Σκάλα στην αρχή είναι επιφυλακτική μαζί της, αλλά γρήγορα πείθεται και το 1951 της ανοίγει διάπλατα τις πόρτες της, δίνοντάς της την ευκαιρία να εγκαινιάσει τη σεζόν. Κι αυτό επαναλαμβάνεται ως το 1958. Η θητεία της δηλαδή στο μεγαλύτερο λυρικό θέατρο του κόσμου, όσο κι αν είναι απόλυτη και αποκλειστική, δεν κρατά παρά επτά χρόνια. Οι εμφανίσεις τις όμως είναι πυκνότατες, πέντε έως έξι έργα τη σεζόν, ρεκόρ που δύσκολα συναντάμε σε άλλους καλλιτέχνες. Γι’ αυτήν ανασύρονται από τη λήθη έργα που παρουσιάζονται για πρώτη φορά στον αιώνα μας, ενώ της εξασφαλίζονται ιδανικές συνθήκες εργασίας με παράγοντες υψηλής ποιοτικής στάθμης. Ο Τζεφιρέλι, ο Βάλμαν τη σκηνοθετούν, ο Μπερνστάιν, ο Τζουλίνι, και ο Κάραγιαν τη διευθύνουν. Το 1954, η Κάλλας, ευτραφείς μέχρι τότε, υφίσταται μια εξαντλητική κούρα αδυνατίσματος και αποκτά τη σιλουέτα που θα την κάνει διάσημη, εκτός από τους θιασώτες της όπερας και σε έναν άλλο κύκλο, αυτόν των τζετ σετ, ως μία από τις πιο όμορφες και ντελικάτες «ντίβες» του καιρού της. Την ίδια εποχή γνωρίζει και τον «Πυγμαλίωνα» της τέχνης της στο πρόσωπο του σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι. Οι ερμηνευτικές της ικανότητες χάρη στο Βισκόντι φτάνουν σε επίπεδα μεγάλης ηθοποιού πρόζας. Ο σκηνοθέτης μεταμόρφωσε την ενστικτώδη και όχι ιδιαίτερα καλλιεργημένη καλλιτέχνιδα, εκλεπτύνοντας στο έπακρο τα εκφραστικά της μέσα, ενώ συγχρόνως στήριξε πάνω της τα σκηνοθετικά του οράματα· έτσι, η συνεργασία τους έφτασε σε επίπεδα τελειότητας που ποτέ μέχρι τότε η λυρική τέχνη δεν είχε κατακτήσει. Μετά τον Σεραφίν, ο Βισκόντι είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας της εξέλιξης της Κάλλας. Θα συνεργαστούν πέντε φορές στο διάστημα 1954-57: Εστιάδα του Σποντίνι, (1954), Υπνοβάτης του Μπελίνι και Τραβιάτα του Βέρντι (1955), Άννα Μπολένα του Ντονιτσέτι, Ιφιγένεια εν Ταύροις του Γκλουκ (1957). Ειδικά η παράσταση της Τραβιάτα, το 1955, θα αφήσει εποχή με το πολυσήμαντο των συμβολισμών και την αισθητική της αντίληψη. Στο μεταξύ ηχογραφεί πολλούς δίσκους και εμφανίζεται σε όλο τον κόσμο· μεγάλη αίσθηση κάνουν οι εμφανίσεις της στη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης (1956). Όμως παράλληλα με το αδυνάτισμα του σώματός της το 1954 παρατηρείται και ένα «αδυνάτισμα της φωνής της, που οφείλεται βέβαια στην απότομη απώλεια βάρους, αλλά και σε άλλες αιτίες. Και ας ξεκινήσουμε από τη φωνητική υπερβολή. Είναι εξ ορισμού απαγορευμένο σε έναν καλλιτέχνη της όπερας να εξαντλεί τα όρια της φωνής του σε ένταση και έκταση. Η Κάλλας άγγιζε συνεχώς αυτά τα όρια, τραγουδώντας ρόλους εκ διαμέτρου διαφορετικούς ως προς το στιλ και τις φωνητικές απαιτήσεις, όχι μόνο σε μια σεζόν αλλά και στη διάρκεια ενός και μόνου ρεσιτάλ. Είναι πέρα από τις δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης, τη Βαλκυρία να διαδεχτούν οι Πουριτανοί, και τους Πουριτανούς η Τζοκόντα ή η Τουραντότ. Είναι τρομερά παρακινδυνευμένο, η Λαίδη Μάκβεθ να ακολουθεί τη Λουτσία και την Αρμίντα η Ιζόλδη… Όσο κι αν οι ακροβατισμοί αυτοί γίνονταν εντονότερα στην αρχή της καριέρας της, σε μια προσπάθεια καθιέρωσης, αυτό ήταν αρκετό για ένα καίριο πλήγμα του φωνητικού της οργάνου από νωρίς. Και μετά την απότομη αλλαγή του μεταβολισμού, η κατάσταση επιδεινώθηκε σχεδόν αμέσως, από τα τριάντα δύο χρόνια της καλλιτέχνιδος. Ήδη το 1955, η υψηλή φωνητική περιοχή της ηχεί κουρασμένη. Ωστόσο, χωρίς αυτήν την αυτοκαταστροφική τόλμη, θα γινόταν άραγε η Κάλλας αυτό το εξαιρετικό «τέρας» της όπερας; Χάρη σε αυτήν δε δημιουργήθηκε το «φαινόμενο Κάλλας», με τη μοναδική ποικιλία στο ρεπερτόριο; Αν τη συγκρίνουμε δε με τις άλλες καλλιτέχνιδες του καιρού της, μπορεί η καριέρα της να παραβληθεί με τον συντηρητισμό μιας Τεμπάλντι ή μιας Μιλάνοβ, που ελάχιστα έργα τραγουδούσαν; Όμως η γρήγορη παρακμή των δυνατοτήτων της Κάλλας οφείλεται και σε έναν ακόμη παράγοντα, ως συνέχεια αυτού που ήδη αναφέραμε. Δεν ήταν μόνο το ξόδεμα της φωνής, αλλά και μια γενικότερη σπατάλη εκφραστικών μέσων. Ενστικτώδης όπως ήταν η Κάλλας, δεν μπορούσε να ερμηνεύσει ένα ρόλο, παρά μόνο αν τον αισθανόταν, αν τον ζούσε, και φυσικά εννοούσε να τον αισθάνεται το ίσιο έντονα πάντα, τόσο σε πρόβα όσο και σε παράσταση. Κανένα μέτρο καμιά προφύλαξη. Έδινε τα πάντα κάθε στιγμή· και φυσικά οι σκηνοθέτες και οι διευθυντές ορχήστρας εκμεταλλεύτηκαν αυτή την συγκινητική απερισκεψία. Και η Κάλλας θυσίασε όλη της τη φωνητική δυνατότητα σε μια μεγαλόπρεπη αλλά καθαρή ουτοπιστική προσπάθεια για την τελειότητα, που της καλλιέργησαν σαν κάτι το εφικτό. Παρ’ όλα αυτά οι ωραιότερές της εμφανίσεις γίνονται ακριβώς τη στιγμή που αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα σύννεφα, από το 1954 ως το 1958, σαν ένας αγώνας υποταγής της ίδιας της φύσης. Ως υπογράμμιση αυτής της προσπάθειας, ας αναφέρουμε εδώ το ρεσιτάλ που έδωσε η Κάλλας στο Ηρώδειο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Είναι γνωστό πως αισθάνεται ένας καλλιτέχνης επιτυχημένος στο εξωτερικό, όταν ξαναγυρίζει στη χώρα του. Η αγωνία της Κάλλας και το άγχος της ήταν αυτή τη φορά διπλό, στο βαθμό που είχε δημιουργηθεί ιδιαίτερα εχθρικό κλίμα στον Τύπο, λόγο της αμοιβής της… Και η Κάλλας θριάμβευσε ακόμη μια φορά σε ένα πρόγραμμα ακροβατισμών που δικαίωσε τη μεγάλη της φήμη. Ένα άλλο στοιχείο της Κάλλας που πολύ παρεξηγήθηκε είναι ο απότομος χαρακτήρας της στη σκηνή και οι βίαιες σχέσεις της με τους παρτενέρ της. Ήταν όμως λογικό να έχει απαιτήσεις από τους συναδέλφους της, αφού η ίδια έδινε όλο της τον εαυτό στην τέχνη της. Οι άλλοι όμως δεν ήταν πάντα διατεθειμένοι να δίνονται ολοκληρωτικά όπως αυτή… Γι’ αυτό εύκολα και αψυχολόγητα της αποκάλεσαν «τίγρη της όπερας». Ποιος όμως μπορεί να ελέγξει την ανοησία ορισμένων «δημοσιογράφων»; Το καλοκαίρι του 1957, στη δεξίωση που διοργάνωσε προς τιμήν της στη Βενετία η δημοσιογράφος και φίλη της, Έλσα Μάξγουελ, η Κάλλας γνωρίζει τον μεγαλοεφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση. Από την πρώτη στιγμή δείχνει κολακευμένη από το ενδιαφέρον του. Μετά το 1957, τα ελαττώματα της φωνής της Κάλλας γίνονται ακόμα πιο έντονα. Και οι ηρωίδες αρχίζουν να εγκαταλείπουν σταδιακά την Κάλλας, πρώτες η Βιολέτα στην Τραβιάτα και η Λούτσια. Τον Ιανουάριο του 1958, η Κάλλας επρόκειτο να εγκαινιάζει την νέα χρονιά, στο Θέατρο της Ρώμης, με τη Νόρμα. Μια κάποια κόπωση στην «Casta Diva», την άρια εισόδου της ηρωίδας, προκάλεσε δυσμενή σχόλια και αποδοκιμασίες του ακροατηρίου. Η Κάλλας εγκατέλειψε την παράσταση και το θέατρο, αμέσως μετά την α’ σκηνή. Η αποχώρηση αυτή υπήρξε καθοριστική για την καλλιτέχνιδα, μιας και στην αίθουσα του θεάτρου παρευρισκόταν ο πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας. Οι ιταλοί άρχισαν να την αντιμετωπίζουν πια εχθρικά, ενώ ο διευθυντής της Σκάλας διέκοψε το συμβόλαιό της, μετά την παράσταση του Πειρατή του Μπελίνι το Μάιο του 1958. Από αρ: Μινωτής, Κάλλας, Μπαστιάς, Τσαρούχης (φωτ. Ν. Τσικουριάς) Το Νοέμβριο του 1958 η Κάλλας συναντά τον Μινωτή και τον Τσαρούχη, για μια νέα παραγωγή της Μήδειας του Κερουμπίνι στο Ντάλας. Η ίδια παράσταση μεταφέρθηκε το 1959 στο Λονδίνο. Την Χρονιά αυτή εγκατέλειψε τον Μενεγκίνι για να ζήσει με τον Ωνάση. Η σχέση τους απασχόλησε ιδιαίτερα τον Τύπο και πολλοί αναρωτήθηκαν για τη «συγγένεια» που οι δύο αυτές προσωπικότητες μπορούσαν να έχουν. Ας μην ξεχνάμε πως η Κάλλας, αν και επιτυχημένη, θεοποιημένη ίσως (divina), καλλιτέχνης, δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από την τρέχουσα ιδεολογία, σύμφωνα με την οποία δεν θα έβρισκε την ολοκλήρωση της φύσης της παρά μόνο δίπλα στο δυναμικό και επιτυχημένο άνδρα που θα κάλυπτε την ανασφάλεια και το ανικανοποίητο του χαρακτήρα της. Ο «θρύλος» Ωνάσης ανταποκρινόταν στο επίπεδο που η Κάλλας είχε τοποθετήσει το ανδρικό της πρότυπο. Πολλοί είπαν πως η σχέση της με τον εφοπλιστή κατέστρεψε τη φωνή της. Δεν είναι αλήθεια· η Κάλλας την εποχή εκείνη είχε ήδη φωνητικά προβλήματα. Ίσως βέβαια η ζωή που έζησε δίπλα στον Ωνάση να επέσπευσε το τέλος, αλλά αυτό δεν φαίνετε να την απασχολούσε τότε. Οι εμφανίσεις της στη σκηνή από το 1960 ως το 1964 είναι σπάνιες. Το 1960 ανοίγει για τελευταία φορά τη σεζόν στη Σκάλα με τον Πολιούτο και την ίδια χρονιά ερμηνεύει την Νόρμα στην Επίδαυρο. Την επόμενη χρονιά τραγουδά στο αρχαίο θέατρο τη Μήδεια, για να ανανεώσει την επιτυχία της στο ίδιο έργο και στην ίδια παραγωγή (Μινωτής, Τσαρούχης), στη Σκάλα, τη σεζόν 1961-62. Και εδώ τελειώνει οριστικά η ιταλική της καριέρα. Η τελευταία εμφάνιση της Κάλλας στην Ελλάδα έγινε τον Αύγουστο του 1964 στις Γιορτές Λόγου και Τέχνης στη Λευκάδα στην κατάμεστη από κόσμο -πάνω από 3.000 άτομα- κεντρική πλατεία της πόλης. Η Κάλλας έμενε την εποχή εκείνη μαζί με τον Αριστοτέλη Ωνάση στο Σκορπιό. Παρακολουθούσαν τις εκδηλώσεις στη σειρά των επισήμων όταν εξέφρασε την επιθυμία να τραγουδήσει. Έτσι και έγινε. Ερμήνευσε την Άρια της Σαντούτσας από την Όπερα “Καβαλλερία Ρουστικάνα” του Πιέτρο Μασκάνι. Στο πιάνο την συνόδευσε ο Κυριάκος Σφέτσας. Ο ίδιος ο Σφέτσας θυμάται: “Η νεκρική σιγή που απλώθηκε όταν ανεβήκαμε στο πάλκο ήταν η συγκλονιστικότερη μουσική παύση που έχω νιώσει. Ως να ‘ρχεται ένας κρυφός αέρας να σε πάρει για κάποιο άγνωστο όνειρο. Ξεχύθηκαν βελούδινοι ήχοι και μάγεψαν τα νερά του Ιονίου. Κι έφεραν σε όλους την κάθαρση που μόνο ανείπωτα γεγονότα μπορούν να φέρουν. Ο κόσμος παραληρώντας συνόδεψε την Μαρία μέχρι το λιμάνι. Εγώ εισπράττοντας μερικά απωθητικά μπράβο εξαφανίστηκα ως αριθμός μέσα στις χιλιάδες. Θυμάμαι απλά την μελαγχολία μου και την μοναξιά μου. Θυμάμαι ότι το απρόσμενο όνειρο κράτησε πολύ λίγο και πως ξαναβρέθηκα πίσω στην πραγματικότητα. Κρατούσα την αίσθηση από το φιλί που μου ‘δωσε στο μάγουλο και τον ερωτισμό που ένιωσα όταν ακούμπησα τα γυμνά της μπράτσα… “Τι ήταν παιδάκι μου αυτή η φωνή;” με ρώτησε από το κατώφλι της πόρτας όπου μεσάνυχτα υπνοβατούσε μια γριούλα. Η φωνή της Μαρίας ως μαγική ξεπερνούσε τα φυσικά όρια… Υπολόγισα τα οχτακόσια μέτρα απόστασης και ανατρίχιασα…” Κυριάκος Σφέτσας και Μαρία Κάλλας, Λευκάδα, Αύγουστος 1964 Το 1964 εκτός από μερικές ηχογραφήσεις, η Κάλλας αποφασίζει να εμφανιστεί ξανά στο θέατρο, ζητώντας και πάλι επαφή με το κοινό της. Τραγουδά την Τόσκα στο Λονδίνο και την αγαπημένη της Νόρμα στο Παρίσι (και οι δυο παραγωγές σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι). Οι παραστάσεις όμως αυτές είναι ήδη μετά το τέλος, και ο υπεράνθρωπος αγώνας με τον ίδιο της τον εαυτό θα κρατήσει μια χρονιά, ως το 1965. Θα συγκλονίσει έτσι με την εκφραστική της ικανότητα, που έχει φτάσει σε ύψιστα επίπεδα. Όμως οι δυνάμεις της την εγκαταλείπουν και το 1965 θα εγκαταλείψει με τη σειρά της, για πάντα πια, τη σκηνή. Δίπλα στον Ωνάση ζει τη μεγάλη της καλλιτεχνική μοναξιά, πάντα βέβαια με κάποια ελπίδα επανεμφάνισης. Η Κάλλας γίνεται τώρα η κοσμική κυρία των δεξιώσεων και των χοροεσπερίδων. Η απόσταση από τις ηρωίδες της τη Νόρμα, τη Μήδεια, τη Βιολέτα, γίνεται χάσμα αγεφύρωτο. Το 1968 ο Ωνάσης την εγκαταλείπει και αυτός για να παντρευτεί τη χήρα του Τζον Κένεντι. Σκηνές από την ταινία Μήδεια σε σκηνοθεσία Πιέρ Πάολο Παζολίνι Το 1969 δέχεται να υποδυθεί τη Μήδεια στην ομώνυμη ταινία του Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Η ταινία, παρ’ όλες τις ελπίδες της καλλιτέχνιδος, δεν είχε επιτυχία, γεγονός που την απογοήτευσε. Η Κάλλας δεν θα ξαναεμφανιστεί στον Κινηματογράφο. Με την αρχή όμως αυτού του εγχειρήματος αισθάνθηκε, φαίνεται, πιο σίγουρη, και μάλιστα άρχισε να συζητά πιθανές εμφανίσεις στη σκηνή στο Ντάλας, στο Παρίσι ή αλλού, πάντα στους ίδιους ρόλους: Νόρμα, Μήδεια, Βιολέτα. Μιλούν ακόμα για επιστροφή στην Ιταλία με τη Στέψη της Ποππαίας του Μοντεβέρτι. Όλα όμως έμειναν προθέσεις και φήμες. Ηχογραφεί μόνο στο Παρίσι μερικές άριες από όπερες του Βέρντι, που αμέσως μετά το θάνατό της κυκλοφόρησαν σε δίσκους. Την ίδια εποχή συζητείται ακόμη μια παραγωγή της Τραβιάτα με το Βισκόντι στο Παρίσι. Αλλά ούτε και αυτό το σχέδιο πραγματοποιήθηκε. Για την Κάλλας αρχίζει μια νέα περίοδο σιωπής, που διακόπτεται όταν το 1971 της προτείνουν να διδάξει στη Μουσική Σχολή Τζούλιαρντ στο Λίνκολν Σέντερ της Νέας Υόρκης. Τα μαθήματά της ονομάζονται «λυρική παράδοση» και η ίδια επιλέγει τους μαθητές της, ήδη προχωρημένους τεχνικά. Η ουσία αυτών των μαθημάτων είναι η μετάδοση πείρας της Κάλλας σε θέματα καθαρά ερμηνευτικά, θέματα διείσδυσης στην ουσία του κάθε ρόλου, αφού οι μαθητές της δεν έχουν πια προβλήματα τεχνικής. Και οι παρευρισκόμενοι (γιατί τα μαθήματα γίνονται με κοινό) ακούν, κάποιες στιγμές της Κάλλας να τραγουδά μαζί με τη σοπράνο ή ακόμα και με το βαρύτονο. Οι παρατηρήσεις που κάνει είναι εμπειρικές και αφορούν τα δικά της προσωπικά βιώματα από τον κάθε ρόλο. Αλλά, όσο και αν τα μαθήματα αυτά είχαν ενδιαφέρον, φαίνεται πως δεν την ενθουσίασαν, γιατί προφανώς είχε πάντα την κρυφή ελπίδα επανόδου στη σκηνή, και ίσως η διδασκαλία να της υπενθύμιζε πως βρισκόταν ήδη στο περιθώριο. Έτσι, το 1972 σταματά να διδάσκει, Την ίδια χρονιά ξαναβρίσκει τον Ντι Στέφανο, παρτενέρ της παλαιών ημερών, που και αυτός αντιμετωπίζει προβλήματα στην καριέρα του. Οι δυο καλλιτέχνες αποφασίζουν να ηχογραφήσουν ένα δίσκο με ντουέτα· και, πράγματι, από το Νοέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 1972 βρίσκονται στα στούντιο και τραγουδούν αποσπάσματα από τις όπερες Κάρμεν του Μπιζέ, Φάουστ του Γκουνό, Ελιξίριο του έρωτα του Ντονιτσέτι κ.α., όταν ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα της Κάλλας γίνεται η αφορμή της διακοπής των ηχογραφήσεων, που δεν ολοκληρώθηκαν. Τα ντουέτα αυτά δεν κυοφόρησαν ποτέ σε δίσκους. Από αρ: Pier Paolo Pasolini, Franco Rossellini, Maria Callas, 5 Ιουνίου 1969 Με τον Ντι Στέφανο η Κάλλας κάνει και ένα άλλο εγχείρημα, μια ακόμα προσπάθεια ένταξης σε έναν άλλο χώρο, αφού, όπως φαίνεται, δεν έμεινε ευχαριστημένη από τις ηχογραφήσεις. Το 1973 οι δυο καλλιτέχνες αναγγέλλονται ως σκηνοθέτες στο καινούργιο ανέβασμα του Σικελικού Εσπερινού του Βέρντι, με το οποίο εγκαινιάζεται το θέατρο Ρέτζο του Τορίνο. Η Κάλλας είχε τραγουδήσει το 1951 τον κύριο γυναικείο ρόλο την Έλενα, και πίστεψε πως το έργο της ήταν οικείο και πρόσφορο για σκηνοθετική απόπειρα. Η ίδια είχε αναλάβει τους πρωταγωνιστές, ειδικά τη σοπράνο Ράινα Καμπαϊβάνσκα, που θα τραγουδούσε την Έλενα, και ο Ντι Στέφανο είχε την επιμέλεια των χορωδών. Το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Μια παράσταση συμβατική και άχρωμη, όπου κανείς δεν «είδε» την επέμβαση της Κάλλας, όπως φαίνεται σε δημοσιεύματα της εποχής. Μια αδιάφορη κίνηση των χορωδών και μια ξεπερασμένη κίνηση των ερμηνευτών. Η Κάλλας ήταν απούσα και είναι φυσικό, μια και σχεδόν ποτέ της δεν είχε ενδιαφερθεί για την όλη αντιμετώπιση μιας παράστασης. Ήταν μια μεγάλη ενστικτώδεις ερμηνεύτρια, και οι μεγάλοι ερμηνευτές του είδους αυτού σπάνια γίνονται σκηνοθέτες. Αποφασίζει σε μια ύστατη προσπάθεια να επανεμφανιστεί σε κονσέρτα· η αντοχή της δεν θα της επέτρεπε πια ολόκληρη παράσταση. Ακούστηκε πως αποφάσισε αυτά τα ρεσιτάλ για να βοηθήσει τον Ντι Στέφανο (θα τραγουδούσαν μαζί). Αλλά πίσω από αυτή την επίσημη είδηση δεν κρύβεται ο πόθος για μια νέα επαφή με το χώρο της. Έτσι τον Οκτώβριο του 1973 στο Αμβούργο, η Κάλλας και ο Ντι Στέφανο επανεμφανίζονται. «Σκιά του εαυτού της» χαρακτήρισαν την Κάλλας οι κριτικοί και ίσως να είχαν δίκιο· αλλά μερικές στιγμές θα μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει μια φράση ή ολόκληρο κομμάτι άριας που θύμιζαν την Κάλλας των παλαιών ημερών. Η τελευταία της εμφάνιση του ντουέτου έγινε στην πόλη Σαππόρο της Ιαπωνίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1974. Η τελευταία δημόσια εμφάνιση της Μαρίας Κάλλας πραγματοποιήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1973 στην Όπερα του Παρισιού όπου τραγούδησε άριες. Το κοινό την κάλεσε δέκα φορές στη σκηνή, και ενώ οι ανθοδέσμες σκέπαζαν το «σανίδι», η κραυγή «Βίβα Μαρία» συγκλόνιζε την αίθουσα. Έπειτα η Κάλλας κλείνεται στο διαμέρισμά της στο Παρίσι. Χρόνο με το χρόνο μαθαίνει το θάνατο των συνεργατών της, των φίλων της. Το 1975 πεθαίνει ο Ωνάσης, την ίδια χρονιά ο Παζολίνι βρίσκεται δολοφονημένος, και το 1976 ο Βισκόντι πεθαίνει μετά την τελευταία του ταινία, τον Αθώο, όπου αναπολεί την Τραβιάτα του 1955 με την Κάλλας. Μόνη και απομονωμένη περνά τις μέρες της, της χωρίς φίλους. Συνεχίζει να μελετά στο «Θέατρο των Σανζ Ελιζέ» στο Παρίσι. Νοιώθει όμως πως κανείς δεν την έχει ανάγκη. Λίγο αργότερα σταματά και τη μελέτη. Στα πενηντάρια της η Κάλλας είναι ήδη παρελθόν. Ακούει και ξανακούει τους δίσκους της, κυρίως της ηχογραφημένες παραστάσεις της και νοσταλγεί. Το τέλος ήρθε στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977. Μια καρδιακή προσβολή της χάρισε το θάνατο, που ίσως και να επιθυμούσε. Το σώμα της αποτεφρώθηκε (άλλωστε και η πιο αγαπημένη από τις ηρωίδες της, η Νόρμα, λυτρώνεται στην πυρά) και η τέφρα της ρίχτηκε στη θάλασσα του Αιγαίου. Και από τη στιγμή εκείνη η Κάλλας έγινε «αθάνατη» Πηγές: -Βασίλης Νικολαΐδης, «Μαρία Κάλλας : Μεταμορφώσεις μιας τέχνης», εκδόσεις Μπάστας-Πλέσσας, Αθήνα 1995 -Βικιπαίδεια -Νίκου Πετσάλη-Διομήδη «Η άγνωστη ΚΑΛΛΑΣ» Eκδόσεις Καστανιώτη 1988 -Μαρσάν, Πολύβιος, Μαρία Κάλλας: η ελληνική σταδιοδρομία της εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1983 -Μπακουνάκης, Νίκος, Κάλλας – Μήδεια, Εκδόσεις Μέγαρο Μουσικής Αθηνών - Καστανιώτη, 1995 - Ράπτης, Μιχάλης, Επίτομη ιστορία του ελληνικού μελοδράματος και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής 1888 -1988, εκδόσεις Λιβάνης, Αθήνα 1989) Φράνκο Τζεφιρέλη, Γιάννης Τσαρούχης, Μαρία Κάλλας ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ - Bellini, Vincenzo, Norma,CDS 7 47304 8 8, 3CD set (Hayes, Middlesex: EMI, 1993), Callas, Stignani, cond.: T. Serafin, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano - Bellini, Vincenzo, Il piratα,CMS 7 64938 2, 2CD set (Hayes, Middlesex: EMI, 1993), Callas, Ego, Ferraro, Peterson, cond.: N. Rescigno, Orchestra and Chorus of the American Opera Society, Concertgebouw Orchestra, περιλαμβάνεται και η δεύτερη εκδοχή της τελικής σκηνής της όπερας - Bellini, Vincenzo, I Puritani,CDS 7 47308 8, 2CD set (Hayes, Middlesex: EMI, 1992), Callas, Di Stefano, Panerai, cond.: T. Serafin, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano - Bellini, Vincenzo, La sonnambula, CDM 26003, 2CD set (Milano: Melodram, 1993), Callas, Monti, Zaccaria, cond.: A. Votto, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano - Bizet, Georges, Carmen, CDS 7 54368 2, 2CD set (Hayes, Middlesex: EMI, 1991), Callas, Guiot, Gedda, Massard, cond.: G. Pretre, Orchestre du Theatre National de l' Opera de Paris - Cherubini, Luigi, Medea, MEL 26005, 2CD set (Milano: Melodram, 1987), Callas, Vickers, Cossotto, cond.: N. Rescigno, Orchestra and Chorus of the Royal Opera House Covent Garden -Donizetti, Gaetano, Anna Bolenα, CMS 7 64941 2, 2CD set, (Hayes, Middlesex: EMI, 1993), Callas, Simionato, Carturan, Raimondi, cond.: G. Gavazzeni, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano Donizetti, Gaetano, Lucia di Lammermoor, CDM 26034, 2CD set (Milano: Melodram, 1992), Callas, Campora, Sordello, Moscona, cond.: F. Cleva, Orchestra and chorus of the Metropolitan Opera of New York, περιλαμβάνονται και γνωστές άριες από άλλες όπερες Donizetti, Gaetano, Lucia di Lammermoor,CDS 7 47440 8 9, 2CD set (Hayes, Middlesex: EMI, 1993), Callas, Tagliavini, Cappuccilli, cond.: T. Serafin, Philharmonia Chorus & Orchestra - Donizetti, Gaetano, Poliuto, MEL 26006, 2CD set (Milano: Melodram, 1986), Callas, Corelli, Bastianini, cond.: A. Votto, Coro e Orchestra del Teatro alla Scala di Milano Great Moments of…Maria Callas, 7243 5 65534 2 2, 3CD set (Hayes, Middlesex: EMI, 1995), Bellini, Cherubini, Donizetti, Meyerbeer, Rossini, κ.α., Various artists - Μaria Callas sings operatic arias, CDM 7 63259 2, 1 CD (Hayes, Middlesex: EMI, 1989), Rossini, Verdi, Bizet, κ.α., Various artists - Maria Callas: The Unknown Recordings, CDC 7 49428 2, 1 CD (Hayes, Middlesex: EMI, 1987), Callas, conds.: A. Votto, N. Rescigno, A. Tonini, Athens Festival Orchestra, Concertgebouw Orchestra, Philharmonia Orchestra, Paris Opera Orchestra, περιλαμβάνονται έργα Wagner, Verdi, Bellini, Rossini Ponchielli, Amilcare, La Gioconda, CDS 7 49518 2 0, 3CD set, (Hayes, Middlesex: EMI, 1987), Callas, Cossotto, Companeez, Ferraro, cond.: A. Votto, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano - Puccini, Giacomo, La Boheme(Hayes, Middlesex: EMI Classics, 1987), 2CD set, CDS 7 47475 8 5, Callas, Moffo, di Stefano, Panerai, cond.: A. Votto, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano - Puccini, Giacomo, Madama Butterfly, CDS 7 47959 8 2, 2CD set(Hayes, Middlesex: EMI, 1993), Callas, Danieli, Gedda, Borriello, cond.: H. von Karajan, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano - Puccini, Giacomo, Manon Lescaut, CDS 7 47393 8 2, 2CD set(Hayes, Middlesex: EMI, 1992), Callas, Di Stefano, Fioravanti, cond.: T. Serafin, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano - Puccini, Giacomo, Tosca, CDS 7 47175 8, 2 CD set (Hayes, Middlesex: EMI, 1991), Callas, Di Stefano, Mercuriali, Gobbi, cond.: V. De Sabata, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano - Puccini, Giacomo, Turandot, CDS 7 47971 8, 2CD set(Hayes, Middlesex: EMI, 1992), Callas, Schwarzkopf, Fernandi, Zaccaria, cond.: T. Serafin, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano - Rossini, Gioachino, Il Turco in Italia, CDS 7 49344 2 8, 2CD set, (Hayes, Middlesex: EMI, 1993), Callas, Gardino, Gedda, cond.: G. Gavazzeni, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano - Spontini, Gaspare, La Vestale, MEL 26008, 2CD set(Milano: Melodram, 1988), Callas, Stignani, Corelli, cond.: A. Votto, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano Verdi, Giuseppe, Rigoletto, CDS 7 47469 8 4, 2CD set(Hayes, Middlesex: EMI, 1993), Callas, Gobbi, Di Stefano, cond.: T. Serafin, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano - Verdi, Giuseppe, La traviata, CMS 7 63628 2, 2CD set (Hayes, Middlesex: EMI, 1990), Callas, Di Stefano, Bastianini, cond.: C. M. Giulini, Orchestra e Coro del Teatro alla Scala di Milano Μαρία Κάλλας, Κατίνα Παξινού, Αλέξης Μινωτής ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ Bellini, Vincenzo, Norma, απόσπασμα από την cavatina "Casta Diva!" Puccini, Giacomo, La Boheme, απόσπασμα από την άρια "Si. Mi chiamano Mimi" Puccini, Giacomo, La Boheme, απόσπασμα από την άρια "Addio senza rancor" Puccini, Giacomo, La Boheme, απόσπασμα από το terzetto "Sono andati? Fingevo di dormire" Puccini, Giacomo, Madama Butterfly, απόσπασμα από την άρια "Ieri son salita tutta sola" Puccini, Giacomo, Madama Butterfly, απόσπασμα από την άρια "Un bel di vedremo" Puccini, Giacomo, Madama Butterfly, απόσπασμα από την άρια "Che tua madre dovra" Puccini, Giacomo, Turandot, απόσπασμα από την άρια "Figlio del cielo!" Η ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ ΣΤΟ ΔΙΑΔΥΚΤΙΟ Associazione Culturale Maria Callas: http://www.callas.it "The Masterclasses"3CD- set review: http://www.bostonphoenix.com/alt1/ Il Teatro alla Scala di Milano: http://lascala.milano.it/ |
Τελευταία Ενημέρωση στις Κυριακή, 24 Απρίλιος 2011 18:29 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου