Στον Γιάννη Βαρβέρη
Αλλά κάπως έτσι λοιπόν όλα τελειώνουν, πατέρα.
Σε κοιτάζω με τα βλέφαρά σου κλειστά, την ανάσα κομμένη
και δεν μπορώ πια να δακρύσω,
γιατί μια ζωή δεν έκανα άλλο
από το να σε πενθώ, κρυφά να σε πενθώ.
Πήγαινες να φέρεις ένα χαρτάκι
και έτσι όπως έστρεφες την πλάτη
σε φανταζόμουν σε αποχώρηση∙
χαρούμενος ήσουν και εγώ στα μάτια σου έβλεπα
ένα φως πόλεως — να μ’ αποχαιρετά — μακρινής∙
σε βόλτα έλειπες, και εγώ στο σπίτι σαν έφτανα μόνος,
την παντοτινή, την παντοτινή ζούσα την απουσία σου.
Ω νύχτα δύσκολη.
Θύμησες, που κουρνιάσατε στα πράγματα κιόλας,
πιάτα, φλιτζάνια, ποτήρια
που άθικτα και ταιριασμένα ίσως σας αγοράζαμε
στην ντουλάπα το πρωί θα σας βρω,
φωτογραφίες σε εκδρομές, παλιές
προορισμένες για πάντα καλά να φυλάτε
μια τόσο χαρωπή απουσία,
ρούχα, παλτό, σακκάκια, κασκόλ, ομπρέλες
μιας μόδας άχρηστης, πικρής,
που εντούτοις αποκτήθηκαν κάποτε με αίμα,
γραβάτες, θηλιές χρόνων ταπεινά στολισμένων,
κομοδίνα και καρέκλες στο πατάρι
πτυσσόμενες, αχρησιμοποίητες,,
που κατά βάθος ήξερα, ήξερα πολύ καλά τί σας θέλουμε.
Ω νύχτα δύσκολη,
και ω πατέρα, πιστολιά που από παιδί σε περίμενα
και ύστερα από πενήντα τέσσερα ολόκληρα έπεσες,
ύστερα από πενήντα τέσσερα ολόκληρα έπεσες χρόνια.
Γ ι ώ ρ γ ο ς Μ α ρ κ ό π ο υ λ ο ς
Από τη συλλογή Κρυφός κυνηγός, Αθήνα, Κέδρος, 2η έκδοση, 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου