Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

ΟΤΑΝ ...ΤΡΙΤΩΝΕΙ ΤΟ ΚΑΚΟ...ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΠΤΩΣΗ....ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΡΑΦΗ ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑΚΗ ΘΕΩΡΙΑ...

8 Ιουλίου: Μια επιβατική αμαξοστοιχία εκτροχιάστηκε στην ρωσική περιοχή του Krasnodar, κοντά στη Μαύρη Θάλασσα. 

12 Ιουλίου :΅Σιδηροδρομικό δυστύχημα σημειώθηκε περίπου 40 χλμ. νότια του Παρισιού.
Έξι άνθρωποι σκοτώθηκαν και 12 τραυματίστηκαν σοβαρά –οι εννέα εξ αυτών βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση

24 Ιουλίου: Απίστευτη τραγωδία στην Ισπανία. Στο χειρότερο σιδηροδρομικό δυστύχημα σκοτώθηκαν 77 άνθρωποι και 143 τραυματίστηκαν.
.......................................................................



Η συγχρονικότητα, είναι η εξήγηση σε αυτό που ονομάζουμε «σύμπτωση». Όταν λέμε σύμπτωση όμως, δεν εννοούμε όλες τις συμπτώσεις, αλλά αυτές που μας φαίνονται περίεργες - που ενδεχομένως να κρύβουν ένα βαθύτερο νόημα. Στη συγχρονικότητα, έχουμε να κάνουμε με αλληλουχίες γεγονότων οι οποίες έχουν μια μη-αιτιατή συνδετική βάση, σε συνδυασμό με σημεία-κόμβους της μνήμης .

Δεν είναι φιλοσοφική θεωρία, αλλά μια εμπειρική έννοια, σύμφωνα με τον Jung. 

Τί εννοούμε όμως όταν αναφερόμαστε σε «αλληλουχίες γεγονότων με μη-αιτιατή συνδετική βάση»; Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι η λέξη «συγχρονικότητα», μια λέξη ελληνικής προέλευσης, περιέχει την έννοια του χρόνου. Ας φανταστούμε λοιπόν το χρόνο ως μια ευθεία γραμμή. Στο μήκος αυτής της ευθείας, τοποθετούμε τελείες-σημεία που συμβολίζουν κάποια γεγονότα.

Οι περιπτώσεις όπου αυτά τα σημεία «συγχρονίζονται», ταιριάζουν μεταξύ τους χωρίς να υπάρχει κάποιος ορατός συνδετικός κρίκος (κάποια φανερή αιτία), αποτελούν συγχρονικότητες.
Ένα παράδειγμα συγχρονικότητας, από το ημερολόγιο του Γιούνγκ.


ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ  http://www.awakengr.com/2013/07/blog-post_4110.html#ixzz2aALoqPMu
Under Creative Commons License: Attribution Share Alike

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Απλότητα:Το Ξυράφι του Όκαμ

   «Η απλούστερη εξήγηση είναι συνήθως η καλύτερη».

Occam's Razor

Το Ξυράφι του Όκαμ (Novacula Occami, εναλλακτική ορθογραφία Το Ξυράφι του Όκκαμ, αποδίδεται και ως Λεπίδα του Όκαμ), είναι επιστημονική αρχή, η οποία αποδίδεται στον Άγγλο φιλόσοφο Λογικής και φραγκισκανό μοναχό του 14ου αιώνα, Γουλιέλμο του Όκαμ. Η αρχή αυτή αποτελεί την βάση της μεθοδολογικής απαγωγής και αποκαλείται επίσης αρχή της οικονομίας.  Στην απλούστερη διατύπωσή του, το Ξυράφι του Όκαμ εκφράζεται ως εξής: «Κανείς δεν θα πρέπει να προβαίνει σε περισσότερες εικασίες από όσες είναι απαραίτητες».
Στα λατινικά διατυπώνεται ωςPluralitas non est ponenda sine necessitate
Η φράση αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί πολύ ελεύθερα ως εξής: Όταν δύο θεωρίες παρέχουν εξίσου ακριβείς προβλέψεις, πάντα επιλέγουμε την απλούστερη.
Ή διαφορετικά όταν έχεις ένα πρόβλημα και θέλεις να το λύσεις η καλύτερη λύση είναι αυτή που έχει τα λιγότερα βήματα μέχρι την απάντηση. Όταν θέλεις αν πας από την Αθήνα στην Θεσσαλονίκη π.χ. η καλύτερη διαδρομή και η απλούστερη είναι η ευθεία. Φυσικά μπορείς να πας και μέσω Αμερικής, Νορβηγίας, Τουρκίας κλπ αλλά δεν είναι ο απλούστερος τρόπος ούτε αυτός με τα λιγότερα βήματα-στάδια.
Άλλο παράδειγμα: Παρατηρούμε ότι ένα δέντρο έχει πέσει μετά από μια θύελλα. Βάσει του δεδομένου της θύελλας συνδυασμένου με αυτό του πεσμένου δέντρου, μία λογική εικασία θα ήταν να υποθέσουμε ότι η ισχύς της θύελλας ξερίζωσε και έριξε κάτω το δέντρο. Αυτή η υπόθεση δεν προσβάλλει την κριτική μας σκέψη, καθότι υπάρχουν ισχυροί λογικοί δεσμοί μεταξύ αυτού που ήδη γνωρίζουμε και αυτού που υποθέτουμε ότι έγινε δηλ. το ότι βλέπουμε και ακούμε τις θύελλες αποτελεί ισχυρή απόδειξη για την ύπαρξή τους και για το ότι είναι ικανές να ξεριζώσουν και να ρίξουν κάτω δέντρα.
Μία εναλλακτική υπόθεση θα ήταν ότι ένας γιγάντιος εξωγήινος ξερίζωσε το δέντρο. Αυτή η υπόθεση, ωστόσο, προϋποθέτει αρκετές περαιτέρω εικασίες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από διάφορες λογικές αδυναμίες που προκύπτουν από ασυνέπειες με τα όσα ήδη γνωρίζουμε (αναφορικά με την ύπαρξη των εξωγήινων, την ικανότητα και την πρόθεσή τους να εκτελούν διαστρικά ταξίδια, την ικανότητα και την πρόθεσή τους να ξεριζώνουν δέντρα—είτε επίτηδες είτε όχι—καθώς και την ύπαρξη εξωγήινης βιολογίας που τους επιτρέπει να έχουν 200 μέτρα ύψος παρά την βαρύτητα της γης), πράγμα που την καθιστά πιθανή αλλά απορριπτέα. Φυσικά μπορούμε να το ψάξουμε πολύ και να σπαταλήσουμε χρόνο που δεν διαθέτουμε αλλά πάλι η λύση είναι η απλούστερη, τουλάχιστον μέχρι να βρούμε γίγαντες, αρκούμαστε στις θύελλες.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι όταν ένας ασθενής χειρουργείται και πριν την εγχείριση ο γιατρός έχει αποφανθεί ότι οι πιθανότητες επιβίωσης του είναι μηδαμινές. Εάν τελικά ο ασθενής επιβιώσει η λογική με τις λιγότερες εικασίες είναι ότι ο γιατρός έκανε λάθος διάγνωση. Συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις επικρατεί η λογική του θαύματος, η οποία προϋποθέτει αρκετές περαιτέρω εικασίες. Στην αντίθετη περίπτωση που ο γιατρός έχει αποφανθεί ότι πρόκειται για μια απλή εγχείριση και τελικά ο ασθενής πεθαίνει, η απλή εικασία του ιατρικού λάθους όμως υπερισχύει.
Παραλλαγές: Το ξυράφι του Όκαμ συχνά διατυπώνεται ως Entia non sunt multiplicanda praeter necessitatem, ή, αλλιώς, «Οι οντότητες δεν θα πρέπει να πολλαπλασιάζονται πέραν του απολύτως απαραίτητου». Αυτή η διατύπωση, ωστόσο, είναι μεταγενέστερη και δεν βρίσκεται σε κανένα από τα συγγράμματα του Όκαμ. Το ίδιο ισχύει και για την διατύπωση non est ponenda pluralitas sine necessitate που κυριολεκτικά σημαίνει «δεν θα πρέπει να προϋποτίθενται επαυξήσεις χωρίς να είναι απαραίτητο».
Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί με δύο ελάχιστα διαφορετικούς τρόπους. Σύμφωνα με τον πρώτο, από όλες τις θεωρίες που εξηγούν επαρκώς τα δεδομένα, προτιμάται η απλούστερη. Σύμφωνα με τον δεύτερο, προτιμάται το απλούστερο υποσύνολο μιας οποιασδήποτε θεωρίας η οποία εξηγεί επαρκώς τα δεδομένα. Η διαφορά έγκειται στο ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν δύο διαφορετικές θεωρίες οι οποίες να εξηγούν τα δεδομένα επαρκώς και οι οποίες να μην έχουν καμία σχέση μεταξύ τους και κανένα κοινό στοιχείο. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι σε αυτήν την περίπτωση το Ξυράφι του Όκαμ δεν εισηγείται κάποιας προτίμησης και ότι ισχύει μόνον όταν σε μία αυτάρκη θεωρία προστίθεται κάτι τό οποίο δεν βελτιώνει τα όσα η θεωρία ήδη προβλέπει. Έτσι, το Ξυράφι του Όκαμ απλώς κόβει και αφαιρεί όλα αυτά τα επιπρόσθετα θεωρητικά στοιχεία.
Η αρχή του Ξυραφιού του Όκαμ έχει αποτελέσει την έμπνευση για πολλές άλλες διατυπώσεις, όπως: «Οικονομία των αιτημάτων», «αρχή της απλούστευσης» και την έκφραση (σε ορισμένες ιατρικές σχολές του εξωτερικού) «όταν ακούτε καλπασμό, να σκέφτεστε ‘άλογο’ και όχι ‘ζέβρα’».
Μία επαναδιατύπωση του Ξυραφιού του Όκαμ σε πιο επίσημη ορολογία υπάρχει διαθέσιμη από την Θεωρία της Πληροφορίας στα πλαίσια του μηνύματος ελαχίστου μεγέθους.
«Όταν πρέπει να επιλεγεί ένα από δύο μοντέλα με ταυτόσημες προβλέψεις, επιλέγεται το απλούστερο». Αυτή η διατύπωση θέλει να πει ότι ένα απλούστερο μοντέλο δεν μπορεί να συμπεριληφθεί μεταξύ των μοντέλων που πληρούν τα κριτήρια της διατύπωσης, εάν οι προβλέψεις του δεν είναι ταυτόσημες.
Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, που έζησε μετά τον Όκαμ διατύπωσε μία παραλλαγή του Ξυραφιού του Όκαμ. Η παραλλαγή του βραχυκυκλώνει την ανάγκη για επιτήδευση, εξισώνοντας την τελευταία με την απλότητα:
    Η απλότητα είναι η υπέρτατη επιτήδευση.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ http://www.terrapapers.com/?p=35174

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Αποσπάσματα από την ομιλία της γαλλίδας Jacqueline de Romilly Μέλους της Γαλλικής Ακαδημίας και Επίτιμης Προέδρου του S.E.L.

"O Περικλής αγορεύων από της Πνυκός", το έργο καταστράφηκε στους βομβαρδισμούς της Αθήνας το 1941-44.


«Αυτά που συνέβησαν εδώ πριν από είκοσι πέντε αιώνες, έχουν επακόλουθα που διαρκούν ακόμη και που η επιρροή τους παραμένει ουσιαστική για το σημερινό μας κόσμο. Εδώ στην Πνύκα, επραγματοποιείτο η εκκλησία του δήμου. Εδώ χτυπούσε η καρδιά της δημοκρατίας. Γεννήθηκε σ’ αυτή την πόλη, παραμονές του 5ου π.Χ. αιώνα. Και από τη γέννησή της, αντανακλούσε μία καθαρή συνείδηση αρχών που θα ήταν δική της εσαεί. Οι Έλληνες είχαν καταλάβει από την εποχή των Μηδικών πολέμων, ότι η ιδιαιτερότητά τους ήταν να μην υποκλίνονται μπροστά στον άνθρωπο, να μη δέχονται την απόλυτη εξουσία ενός βασιλιά. Είχαν διαισθανθεί και διακηρύξει ότι ο νόμος ήταν προτιμότερος από την αυθαιρεσία και η δικαιοσύνη από τη βία. Το είχαν πει, εδώ, με τη φωνή ανδρών όπως του Θεμιστοκλή ή του Περικλή. Και η λάμψη των αλλοτινών αυτών λόγων που διατηρούμε, μας συγκινεί ακόμα σήμερα. Γιατί το εξαιρετικό, με την Ελλάδα, δεν είναι ότι εφάρμοσε πρώτη ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Μπορεί να υπήρξαν και άλλοι. Κι ούτε είναι το ότι εφάρμοσε ένα πολίτευμα πρότυπο. Δεν πρόκειται γι’ αυτό. είναι όμως η πρώτη που προσδιόρισε την ομορφιά ενός τέτοιου πολιτεύματος και τις προϋποθέσεις εφαρμογής του. Και διέκρινε επίσης, με τον καιρό και την εμπειρία, τους κινδύνους που την περιέβαλαν και τα λάθη προς αποφυγήν.
Εδώ, αντήχησαν φράσεις όπως αυτές που αποδίδονται στον Περικλή: Δεν είναι η καταγωγή από μια τάξη αλλά η ικανότης που μας οδηγεί στις διακρίσεις. Εφαρμόζουμε στην πράξη την ελευθερία...




 Η συνέχεια στη σελίδα http://omilias.blogspot.gr/2011/07/jacqueline-de-romilly-sel.html

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

ΦΛΕΡΥ ΝΤΑΝΤΩΝΑΚΗ & ΔΗΜ. ΨΑΡΙΑΝΟΣ - τα λιανοτράγουδα






Στίχοι: Από δημοτικά τραγούδια.
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις.
Πρώτη εκτέλεση: Φλέρυ Νταντωνάκη & Δημήτρης Ψαριανός, « Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΡΩΤΙΚΟΣ», 1972.

Απ' όλα τ' άστρα τ' ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει
ένα που βγαίνει το πουρνό όταν γλυκοχαράζει.

Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει,
που στέκεις πάντα δροσερό, κι ανθείς και λουλουδίζεις.

Να 'χα το σύννεφ' άλογο και τ' άστρι χαλινάρι
το φεγγαράκι της αυγής να 'ρχόμουν κάθε βράδυ.
Αν μ' αγαπάς κι είν' όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.

Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω
κι όταν σε συλλογίζομαι, τρέμω κι αναστενάζω.

Τι να σου πω; Τι να μου πεις; Εσύ καλά γνωρίζεις
και την ψυχή και την καρδιά εσύ μου την ορίζεις.

Να 'χα το σύννεφ' άλογο και τ' άστρι χαλινάρι
το φεγγαράκι της αυγής να 'ρχόμουν κάθε βράδυ.
Αν μ' αγαπάς κι είν' όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.

Εγώ είμ' εκείνο το πουλί που στη φωτιά σιμώνω,
καίγομαι, στάχτη γίνουμαι και πάλι ξανανιώνω.

Σαν είν' η αγάπη μπιστική, παλιώνει, μηδέ λιώνει
ανθεί και δένει στην καρδιά και ξανακαινουργώνει.

Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι
χωρίς αγάπη δε βαστούν κόρη και παλικάρι.
Αν μ' αγαπάς κι είν' όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.

Φλέρυ Νταντωνάκη - Χωρίσαμε ένα δειλινό





Φλέρυ Νταντωνάκη - Βασίλης Τσιτσάνης - Μάνος Χατζιδάκις - "Χωρίσαμε ένα δειλινό" από τα "Λειτουργικά"

Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

Sacura: Η εκπληκτική λίμνη με τις κερασιές!

Η λέξη «sacura» σημαίνει στα ιαπωνικά «κερασιά» και καθώς ολόκληρη η περιοχή της λίμνης είναι γεμάτη από τα συγκεκριμένα δέντρα ονομάστηκε λίμνη Sacura ή αλλιώς «λίμνη με τις κερασιές»!
Στην περιοχή Ubuyagasaki της Ιαπωνίας ένας μικρός παράδεισος σε έντονο… ροζ χρώμα κάνει την εμφάνισή του κάθε άνοιξη, αναμένοντας τους χιλιάδες επισκέπτες να θαυμάσουν από κοντά το μοναδικό τοπίο.

Δεκάδες κερασιές ανθίζουν «χρωματίζοντας» τρόπον τινά ολόκληρη την περιοχή καθώς όλα αποκτούν μια έντονη ροζ απόχρωση. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με το γαλάζιο της λίμνης το τοπίο μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από καβαλέτο διάσημου ζωγράφου!
Τα χρώματα διαδέχονται με μεγάλη ταχύτητα το ένα το άλλο, ανάλογα με την εποχή, με αποκορύφωμα τα μέσα Απριλίου όταν οι επισκέπτες βλέπουν μπροστά τους ένα απίθανο θέαμα.

Αρχείο Άγγελου Κουτσούκη: Συνέντευξη με την αξεπέραστη Φλέρυ Νταντωνάκη




Η Φλέρυ Νταντωνάκη (1937-1998) ήταν, είναι και θα είναι μία από τις μεγαλύτερες ελληνίδες ερμηνεύτριες όλων των εποχών. Προσωπικά, για μένα, η Νταντωνάκη, μαζί με την αξέχαστη Μαρία Δημητριάδη και την Ελένη Βιτάλη θα είναι πάντα οι αγαπημένες μου τραγουδίστριες. 
Σε αντίθεση με τις άλλες δύο, τη Φλέρυ δεν πρόλαβα να τη συναντήσω, να τη γνωρίσω από κοντά, να την ακούσω ζωντανά. Την γνώρισα, όπως οι περισσότεροι άλλωστε, μέσα από τους δίσκους, μέσα από βιβλία και περιοδικά, μέσα από μαρτυρίες ανθρώπων που συνεργάστηκαν μαζί της. Αργότερα ήρθαν στα χέρια μου κάποιες σπάνιες ηχογραφήσεις από καλούς φίλους συλλέκτες και το ντοκιμαντέρ "Φλέρυ - Η τρελή του φεγγαριού" του Αντώνη Μποσκοΐτη...

Στο ραδιόφωνο όλα αυτά τα χρόνια μεταδίδω συχνά τα τραγούδια που ερμήνευσε με την θεϊκή φωνή της. Πριν αρκετά χρόνια, μια φίλη μουσικός μου έκανε δώρο το βιβλίο που έγραψε ο Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος για τη Φλέρυ Νταντωνάκη: "Εγώ είμαι ένα σύννεφο..." (Εκδόσεις Ηλέκτρα - 2005) από τη σειρά "Βίοι Αγίων - Υπόγειες Διαδρομές".  
Από αυτό το βιβλίο πήρα τη συνέντευξη που "ανέβασα" σήμερα στο μπλογκ μου. Ευχαριστώ τον Άγγελο Κουτσούκη που μου έδωσε την άδεια.

Ο Άγγελος μου είπε όμως και κάποια πράγματα που δεν γνώριζα. Η συνέντευξη με τη Φλέρυ έγινε το Φεβρουάριο του 1989 για το "Δημοτικό Ραδιόφωνο Πειραιά - Κανάλι 1". Από εκείνη τη συνέντευξη δεν έμεινε τίποτα. Η παρακάτω κουβέντα είναι κάποια από αυτά που ειπώθηκαν στο σπίτι της σπουδαίας ερμηνεύτριας, στην πρώτη τους συνάντηση. Δημοσιεύτηκαν στο πρώτο τεύχος του μηνιαίου μουσικού περιοδικού "Δίφωνο" (Οκτώβριος 1995) με εξώφυλλο το Νίκο Παπάζογλου. Σίγουρα θα έχει ανέβει και στο διαδίκτυο, αλλά εγώ δεν κατάφερα να την βρω πουθενά και επειδή ο Άγγελος δεν την είχε αποθηκευμένη στον Η/Υ του, έκατσα και την έγραψα... με μεγάλη χαρά βέβαια! Τέλος, ο Κουτσούκης μου είπε πως την παρακάτω συνέντευξη τη "χτένισε", όπως λέμε, η σπουδαία δημοσιογράφος Στέλλα Βλαχογιάννη.







τόσο μακριά, αλλά τόσο κοντά

Υπάρχουν κάποιοι μύθοι στη ζωή όλων μας, που δεν μπορούμε να θυμηθούμε πότε ακριβώς συναντηθήκαμε μαζί τους. Πλάσματα μυθικά, με ζωές που διαφέρουν από τον μέσο όρο. Που για να τα πλησιάσεις και να μπεις στη μαγεία που εκπέμπουν, χρειάζονται κάποια στάδια μύησης. Ψάχνουμε να βρούμε πληροφορίες γι’ αυτά και σκοντάφτουμε στη σιωπή. 
Μια τέτοια περίπτωση είναι, ίσως για τους περισσότερους, η Φλέρυ Νταντωνάκη. Συναντηθήκαμε με τη φωνή της στον «Μεγάλο Ερωτικό» του Μάνου Χατζιδάκι. Γοητευθήκαμε από τη φωνή της κι αυτό που κατέθεσε από την ψυχή της. Την ψάξαμε. Κάποιες σποραδικές εμφανίσεις, ελάχιστες. Και αυτές, πιο παλιά. Στη δεκαετία του ΄70 και μία με τη Δήμητρα Γαλάνη στη Ρωμαϊκή Αγορά, στα χρόνια του ΄80. Δισκογραφία: τρεις, τέσσερις δίσκοι. 
Στην ερώτηση «μα πού είναι η Φλέρυ Νταντωνάκη;» κανείς δεν ήξερε να απαντήσει.
Η μυθολογία, που την ακολουθεί, την ήθελε πότε στην Αμερική και πότε στην Ινδία. 
Το 1991 κυκλοφόρησαν τα «Λειτουργικά». Ηχογραφήσεις των αρχών της δεκαετίας του ΄70 στη Νέα Υόρκη, με τον Μάνο Χατζιδάκι στο πιάνο και τη Φλέρυ Νταντωνάκη να τραγουδά παλιά λαϊκά τραγούδια. 

Στο σημείωμά του, στο εξώφυλλο του δίσκου, ο συνθέτης ανάμεσα σε άλλα σημειώνει: «Η Φλέρυ είναι ανεπανάληπτη ακόμα και όταν δοκιμάζει… Της είχα πει πως μια αληθινή τραγουδίστρια περιέχει την τεχνική τελειότητα της Σβάρτσκοπφ και τη γήινη αμεσότητα της Νίνου, και η Φλέρυ στο ντοκουμέντο αυτό αποδεικνύει περίτρανα πως είναι μια αληθινή τραγουδίστρια».

Αυτή τη φορά έψαξα και βρήκα τον αριθμό του τηλεφώνου της. Η πρόφαση ήταν μια ραδιοφωνική εκπομπή. Στην πραγματικότητα ήταν η δική μου ανάγκη να πλησιάσω έναν μύθο που με ακολουθούσε χρόνια.
Με κάλεσε στο σπίτι της. Μιλούσαμε σχεδόν τρεις μέρες με αφορμή αυτή την εκπομπή. Και ο μύθος δεν χανόταν, γινόταν όλο και πιο δυνατός. Κάποια στιγμή κατάλαβα τι σημαίνει τραγουδιστής ή πως θα έπρεπε να είναι οι τραγουδιστές. Τι διαδικασίες πρέπει να περάσουν μέχρι να πούνε ότι μπορούν να ερμηνεύσουν ένα τραγούδι. 
Μιλώντας η ίδια για μια άσχημη εποχή που πέρασε στη ζωή της, μου είπε πως κάποια μέρα που ένιωθε εγκατελειμμένη και προδομένη, πήρε ένα κέντημα και άρχισε να βάζει βελονιές. 
«Τότε μου ήρθε στο μυαλό το τραγούδι του Χατζιδάκι και άρχισα να τραγουδώ… ¨και την πίκρα μου κεντώ…¨. Τώρα πια ήξερα τι έλεγε το τραγούδι… Το είχα νιώσει. Τώρα πια, θα μπορούσα να το ερμηνεύσω».

Η συνέντευξη στο ραδιόφωνο έγινε. Η ίδια νόμιζε ότι δεν τη θυμόταν πια κανείς. Τα τηλεφωνήματα του κόσμου απέδειξαν το αντίθετο. Όταν τη ρώτησα πώς πλησιάζει ένα τραγούδι, απάντησε: «ψάχνοντας τη βαθύτερη ερμηνεία των λέξεων». Απ’ όσα ειπώθηκαν σε αυτή την εκπομπή έμεινε μόνο αυτό που εισέπραξαν όσοι την άκουσαν. Το εφήμερο μιας ραδιοφωνικής εκπομπής έχει πάντα τη δική του γοητεία. 
Έμεινε, όμως, και μια κασέτα από τις συζητήσεις που έγιναν στο σπίτι της. Όταν, έπειτα από περίπου πέντε χρόνια, απομαγνητοφώνησα την κουβέντα, πολλοί φίλοι και γνωστοί μού ζητούσαν να τη διαβάσουν. Μόνο που οι τυπωμένες λέξεις χάνουν το αίσθημα, τον χρωματισμό και την ένταση της στιγμής που λέγονται. Μόνο έτσι, όμως, μένουν. 
Και σήμερα, που η Φλέρυ Νταντωνάκη διάλεξε τον δρόμο της ουσιαστικής σιωπής, με αυτές τις κουβέντες μας βάζει σε έναν κόσμο τόσο αληθινό και αγνό, που δύσκολα πλησιάζεται πια.









Κυρία Νταντωνάκη, ποια είναι τα στοιχεία και ποιες οι διαδικασίες που πρέπει να κατέχει μια τραγουδίστρια για να φτάσει στο σωστό αποτέλεσμα;

Για να βγάλει ένα αποτέλεσμα σωστό χρειάζεται «τεχνική». Αλλά για να είναι και αληθινό, οι τεχνικές είναι περισσότερες από μία. Πρώτα απ’ όλα υπάρχει η τεχνική της παρουσίασης επί σκηνής. Όταν τραγουδούσα το 1965 στην Αμερική, ήμουν ηθοποιός και όχι μια φωνή πειθαρχημένη στον συνθέτη. Είχα πολύ έντονη την ανάγκη να είμαι μία παρουσία επί της σκηνής, οπότε τραγουδούσα με περισσότερα ανεβάσματα, με μια ροή πιο ελεύθερη από τη συγκεκριμένη παρουσία που είχα αργότερα με το Μάνο Χατζιδάκι. Το επόμενο στάδιο είναι ότι πρέπει να ξέρει κανείς την ερμηνεία, τη βαθύτερη ερμηνεία των λέξεων. Αυτό ακριβώς μελέτησα ανάμεσα στο 1965 και το 1970. Την ερμηνεία του τραγουδιού, τη βαθύτατη ερμηνεία του λόγου. Εκεί εμβάθυνα περισσότερο στην ανάγκη να ερμηνεύσω όχι ολόκληρο το ποίημα, όχι μόνο τις εικόνες, αλλά και τις εικόνες και το ποίημα, ή τα τρία διαφορετικά ρήματα που μπορούν να εκφράσουν όλο αυτό το πράγμα. Μετά, έρχεται η τεχνική της ερμηνείας ενός τραγουδιού, που ο Μάνος Χατζιδάκις, όταν τη δίδασκε, έλεγε ότι πρέπει να μην ενδιαφέρεσαι τόσο πολύ για το αποτέλεσμα, ώστε το τραγούδι που υπάρχει μέσα σου να βγαίνει. Δύσκολο και σπάνιο. Σημαίνει μια βαθύτατη συγκέντρωση, ανά πάσα στιγμή, στον ήχο και στη νότα, έτσι που να βγαίνει η φωνή σου τόσο αγνά, ώστε να μην προκαθορίζεις το αποτέλεσμα. Είναι, επίσης, η αυτοσυγκέντρωση, και - ίσως – ένα είδος πειθαρχίας που πρέπει να έχεις. Παίρνω ένα ποίημα, αν είναι του Καβάφη θα πρέπει να διαβάσω όλα τα ποιήματα του Καβάφη, θα πρέπει ίσως να διαβάσω και το «Κουαρτέτο» του Νταρέλ, για να μπορέσω να «πιάσω» τις μυρωδιές, τις αισθήσεις, την ομορφιά της Αλεξάνδρειας, για να μπορέσω να αποδώσω τον Καβάφη.
Αυτά, λοιπόν, είναι πάρα πολλά πράγματα τα οποία συνδέονται μέσα σ’ ένα τραγούδι, και γι’ αυτό πολύ συχνά λέω πως όταν προσπαθώ να τραγουδήσω, είναι σαν να προσπαθώ να γεννήσω ένα παιδί. Μου είναι τόσο δύσκολο να πω ένα τραγούδι και γι’ αυτό όταν με ρωτάνε «μα, γιατί, κυρία Νταντωνάκη, δεν τραγουδάτε;» απαντώ, «γιατί δεν είναι εύκολο». Δεν είναι να βγει η φωνή σου, πρέπει όλο σου το είναι, όλη σου η ύπαρξη να λέει το τραγούδι. Αυτό περίπου ήθελα να σου πω, αλλά το είπα με πάρα πολλά λόγια.


Κυρία Νταντωνάκη, μιλήσατε για τεχνικές, αλλά η μαγεία στο τραγούδι μπορεί να εξηγηθεί με λόγια;

Μαγεία δημιουργείται όταν υπάρχει εσωτερική υγεία, κατανόηση του εαυτού μας, άρα κατανόηση του άλλου. Με την κατανόηση αυτή υπάρχει αγάπη αδελφική και παραδοχή. Έτσι δημιουργείται αυτό που λέμε μαγεία. Όταν τραγουδάς και αγαπάς αυτά που λες, και αγαπάς το ότι σου δίνεται  η ευκαιρία να τα πεις, και μέσα σ’ αυτό υπάρχει μια τρυφεράδα και μια σεμνότητα, κι όταν αυτό που μεταδίδεις είναι κάτι που το έχεις ζήσει, το έχεις νιώσει, το έχεις αισθανθεί, έχεις πονέσει για να το βρεις, τότε είσαι πανευτυχής που το τραγουδάς, τα λόγια απευθύνονται στο κοινό, το κοινό το αγαπάς και τραγουδάς έτσι ώστε να εισέλθεις στην ακοή τους, στην καρδιά τους, στην ψυχή τους. Ε, τότε δημιουργείται κάτι σαν μαγεία…

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Το παράδοξο του διαγωνίσματος

Ένα ενδιαφέρον παράδοξο από το χώρο  της Λογικής .
Την Δευτέρα το πρωί ο καθηγητής ενός σχολείου μπαίνει στην τάξη και ανακοινώνει στα παιδιά: "Θα γράψετε ένα απρόσμενο διαγώνισμα κάποια μέρα της εβδομάδας. Μπορεί σήμερα, αύριο, την Τετάρτη, την Πέμπτη, ή την Παρασκευή το αργότερο.  Το πρωί  της μέρας που θα γράψετε το διαγώνισμα, κανένας σας  δεν θα το περιμένει."


H  συνέχεια στη σελίδα http://antikleidi.com/2013/07/21/paradox-exams/

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Έφυγε από τη ζωή ο συνθέτης Νίκος Μαμαγκάκης

Ο Νίκος Μαμαγκάκης έγραψε μουσική και για τον ελληνικό κινηματογράφο...
Έφυγε από τη ζωή ο συνθέτης Νίκος Μαμαγκάκης
Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες, ο Νίκος Μαμαγκάκης, έφυγε τα ξημερώματα από τη ζωή, σε ηλικία 84 ετών, αφήνοντας πίσω του σπουδαίο έργο. 

Ο Νίκος Μαμαγκάκης έπασχε από καρκίνο και νοσηλευόταν στο Ερρίκος Ντυνάν όπου βρισκόταν σε κώμα.

Η εργογραφία του περιλαμβάνει όλα τα είδη: μουσική για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, όπερες, ηλεκτρονική μουσική, έργα για ορχήστρα, κύκλους τραγουδιών και άλλα.

Ο Νίκος Μαμαγκάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1929. Καταγόταν από οικογένεια λαϊκών μουσικών (μεταξύ των οποίων και ο «θρυλικός» λυράρης Ανδρέας Ροδινός). 

Ξεκίνησε τις σπουδές του από το Ωδείο Αθηνών με καθηγητές στα θεωρητικά τους Μ. Κουτούγκο, Α. Ευαγγελάτο, Μ. Βάρβογλη και Επ. Φασιανό και εν συνεχεία από το 1957 μαθήτευσε στην Ανώτατη Μουσική Σχολή του Μονάχου δίπλα στους Καρλ Ορφ και Γκέντσμερ. Μετά από παραμονή 8 ετών στην Ευρώπη, επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα το 1965.

Το 1962 πήρε το Β' βραβείο του μουσικού διαγωνισμού "Μάνος Χατζιδάκις" του ΑΤΙ, με τον "Μονόλογο" για σόλο τσέλο (ερμηνευτής ο Σωτήρης Ταχιάτης). Δύο χρόνια αργότερα τιμήθηκε με το βραβείο μουσικής του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσ/νίκης για τη μουσική του στην ταινία «Μονεμβασιά» του Γιώργου Σαρρή και το 1968, απέσπασε το βραβείο των κριτικών του Φεστιβάλ Θεσ/νίκης για τη μουσική του στην ταινία Παρένθεση» του Τ. Κανελλόπουλου.

Οι αρχικές του αναζητήσεις αφορούσαν στην ανανέωση του ηχοχρώματος και τις δομικές και ρυθμικές σχέσεις που βασίζονται σε αριθμητικές αναλογίες, τόσο με βάση τα δυτικά πρότυπα όσο και με αναφορές στη δημοτική μας μουσική και κυρίως της ιδιαίτερης πατρίδας του. Σαν συνέπεια αυτής της αναζήτησης ήταν, η χρήση στα έργα του διαφόρων δημοτικών οργάνων (κρητική λύρα, σαντούρι, κ.α.) ή αντίθετα η χρήση και μόνο της ηχητικότητάς τους χωρίς αυτά καθ' εαυτά τα όργανα.

Από τα γνωστότερα έργα του είναι: Αναρχία για κρουστά και ορχήστρα, Σενάριο για δύο αυτοσχέδιους τεχνοκρίτες για ενόργανο σύνολο, ταινία και σκηνική δράση, Παραστάσεις για φλάουτο, φωνή και σκηνική δράση, Μουσική για τέσσερεις πρωταγωνιστές, Κασσάνδρα, Ερωτόκριτος, μουσική για τον Πλούτο του Αριστοφάνη, Τριττύς, Τετρακτύς, Εγκώμιο στο Ν. Σκαλκώτα και πρόσφατα, η σύγχρονη όπερα Οδύσσεια βασισμένη στο ομώνυμο έπος του Νίκου Καζαντζάκη.

Ο Νίκος Μαμαγκάκης έγραψε μουσική και για τον ελληνικό κινηματογράφο όπως: Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά, Η νεράιδα και το παλικάρι, Η αρχόντισσα και ο αλήτης (όλες του Ντίνου Δημόπουλου), Λούφα και παραλλαγή, 'Αρπα-κόλλα, Βίος και Πολιτεία (του Νίκου Περάκη), Η λεωφόρος του μίσους (του Νίκου Φώσκολου) και πολλά άλλα.

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

«… Αν χάσουμε και τον τουρισμό, τότε πραγματικά χαθήκαμε!...»

Υπογράφει ο: Γιώργος Καραχάλιος

                          Δημοσιογράφος – Φιλόλογος       

 



Δύσβατος και ανηφορικός ο δρόμος που διανύει, τούτο το καλοκαίρι, η Πατρίδα μας και οι Έλληνες πολίτες… Κι ακόμη δυσκολότερος                      «ο δρόμος της επιστροφής προς την Ιθάκη μετά από τόσα χρόνια… Μύκονο!..»
Δύσκολες και ανηφορικές οι «αναβάσεις». Ελικοειδής η ανηφόρα. Σε  κάθε στροφή  είναι επόμενο να επιφυλάσσονται και νέες εκπλήξεις!...
Μεσοκαλόκαιρο λοιπόν, κι ήρθαν όλα τ’ αναπάντεχα. Τέθηκαν «επί τάπητος» όλα τα απρόσμενα και μη προσδοκώμενα. Και τα αδύνατα  έγιναν δυνατά.
Και, φυσικά, και πάνω απ’ όλα, δυσκολότερο το εγχείρημα της… μετεξέλιξης της Ελλάδας από «χώρα χρεωκοπημένη» σε  «χώρα … χωρίς προβλήματα». Ένα το ζητούμενο: «η σωτηρία, η διάσωση του τόπου».
Κι από την άλλη, επιτακτικό και δικαιολογημένο προβάλλει το ερώτημα: «Μπορούμε;»… Σ’ έναν αναγκαίο ωστόσο συνδυασμό, αλλά και συνταίριασμα – αντιστάθμισμα μ’ εκείνο το ισχυρό «Θέλουμε;».
Δύσκολη η απάντηση. Δυσκολότερος ο συνδυασμός. Διαρκής και  άνισος ο αγώνας. Χωρίς χαλάρωση οι προσπάθειες και οι δράσεις, καθώς όπως έγραφε… ο λαϊκός συνθέτης Άκης Πάνου: «Δεν είναι εύκολο ν’ αλλάξεις, όταν χαλάσεις εντελώς».
Και εν μέσω λοιπόν κρίσης, εν μέσω καλοκαιριού και μεσούσης της τουριστικής περιόδου, κοντά… στο «Μένουμε Ελλάδα» έρχεται να προστεθεί το … «Επιλέγουμε Ελλάδα»!..  Η μοίρα και η τύχη τούτου του τόπου άρχισε να μας χαμογελάει και να μας «κλείνει πονηρά το… μάτι» με την αύξηση των τουριστών που ήρθαν, έρχονται και θα έρθουν φέτος στην Ελλάδα… Τα χαμόγελα των ανθρώπων του τουρισμού δεν κρύβονται, καθώς ο τουρισμός φαίνεται να προσφέρει φέτος την πλέον αισιόδοξη προοπτική σ’ αυτό το εξαιρετικά κρίσιμο καλοκαίρι.
… «Σανίδα σωτηρίας» λοιπόν ο τουρισμός, στον οποίο έχουν επενδυθεί πολλές προσδοκίες… «Ξαναζωντάνεμα» της τουριστικής κίνησης και της αγοράς και ταυτόχρονα  ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας που ωστόσο προϋποθέτουν μια συλλογική συνέργεια όλων αυτών που εμπλέκονται, με κάθε τρόπο και δράση, στον τουριστικό τομέα…
Ο Τουρισμός αφορά όλους! Και ο τουρισμός σημαίνει και υποχρεώσεις!
Δεν αρκούν οι αξιόλογες και αξιέπαινες στοχευμένες προσπάθειες, πρωτοβουλίες, δράσεις, κινήσεις και αποφάσεις που παίρνουν στο «Στρατηγείο της Αμαλίας 12» στο Σύνταγμα, η Όλγα Κεφαλογιάννη και ο Τάσος Λιάσκος.
Τι κι αν πασχίζουν καθημερινά η Υπουργός και ο Γενικός Γραμματέας Τουρισμού να βρει η Ελλάδα το βηματισμό της στην τουριστική πολιτική και φυσιογνωμία της και να βελτιώσουν την τουριστική εικόνα της χώρας….



Τι κι αν αγωνίζονται, σε καθημερινή βάση, να …. «βάλουν το τρένο στις ράγες» τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό….
Τι κι αν η Όλγα και ο Τάσος διατυμπανίζουν ασταμάτητα προς κάθε κατεύθυνση πώς από τον επαγγελματισμό του καθενός και την άρτια εξυπηρέτηση των τουριστών – επισκεπτών – πελατών κρίνονται πολλά για την εικόνα που βγάζει προς τα έξω η χώρα μας στον τουρισμό…






Τι κι αν πασχίζουν «να κεντρίσουν το φιλότιμο» του κάθε εμπλεκόμενου στον τουρισμό…
Όταν από την άλλη για κάποιους αμετανόητα ασυνείδητους ξενοδόχους, εστιάτορες, ταβερνιάρηδες, ταξιτζήδες κ.α., η αύξηση των τουριστών αποτελεί «αρπαχτή και ρεφάρισμα»;
Δεν μπορεί, βρε αδερφέ, να χρεώνεις στους πελάτες του ξενοδοχείου σου έξι ευρώ ένα freddo cappuccino!..
Δεν μπορεί να χρεώνεις στον πελάτη της απλής ταβέρνας σου μια ποικιλία (…θεός να την κάνει!) για δυο άτομα (4μαρίδες, 4γαρίδες, 4καλαμαράκια, 4κομματάκια ντομάτα και αγγούρι και 4 ελιές…) και μια μπύρα τριάντα ένα ευρώ και είκοσι λεπτά!...
Δεν μπορεί ως επαγγελματίας να μην κόβεις αποδείξεις και να δυσανασχετείς,  όταν σου τις ζητούν οι πελάτες σου!...
Η μείωση εξάλλου του ΦΠΑ που εξήγγειλε πρόσφατα ο Πρωθυπουργός αποτελεί – εκτός των άλλων – και μια ευκαιρία ένδειξης εθνικής και κοινωνικής υπευθυνότητας από τους επαγγελματίες , προκειμένου να αξιοποιήσουν το μέτρο και να το μετακυλήσουν άμεσα στην κατανάλωση.
Και τούτο ώστε να ενισχυθεί περαιτέρω η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού και ταυτόχρονα να συμβάλλει ουσιαστικά στην επιχειρηματολογία για την περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών στο τουριστικό πακέτο.
Θα πρέπει παράλληλα, ωστόσο, να επισημανθεί πως μεμονωμένα περιστατικά ασυνέπειας, αισχοκέρδειας και παραβατικότητας δε θα πρέπει αδιακρίτως να χαρακτηρίζουν το σύνολο του ξενοδοχειακού κλάδου, των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, τους εστιάτορες, τους μαγαζάτορες και όλους όσοι εμπλέκονται με τον τουρισμό.
Η συντριπτική πλειοψηφία έχει γνώση πως διανύουμε μια εποχή που ο τουρισμός αναδεικνύεται, περισσότερο παρά ποτέ, σε σημαντικό στυλοβάτη της Εθνικής μας Οικονομίας.
Είναι ξεκάθαρο άλλωστε το ερώτημα για τον καθένα επαγγελματία του κλάδου: «Τι είναι αυτό που θέλει να πετύχει και τι είναι αυτό που θέλει να προσεγγίσει; Εντιμότητα και υπευθυνότητα ή αισχοκέρδεια και αρπαχτή;»
Αυτή είναι η σημαντική ερώτηση. Αυτός ο κυριότερος προβληματισμός για τον καθένα που δραστηριοποιείται στον τουριστικό τομέα.
Και πάνω σ’ αυτό, φυσικά, θα πρέπει να οικοδομηθεί όλη η προσπάθεια για την αναβάθμιση του τουρισμού…
Είναι η τελευταία και μοναδική ευκαιρία για να ενισχύσουμε, ως χώρα, το μόνο συγκριτικό πλεονέκτημα που διαθέτουμε: τον τουρισμό!..
Αν χάσουμε και τον Τουρισμό , τότε πραγματικά χαθήκαμε!..



Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Ο Γιάννης Ρίτσος μιλάει για τη σεμνοτυφία στην τέχνη




Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος εκφράζει την αντίδρασή του στην ψεύτικη σεμνοτυφία
και στην εξωτερική ηθική με την οποία κρίνουν οι άνθρωποι την τέχνη. Ο ποιητής
υποστηρίζει ότι η γλώσσα της ποίησης πρέπει να είναι όπως η γλώσσα που μιλάς με
τον αγαπημένο σου, με το φίλο σου, στην καθημερινότητά σου. Ακόμα ο ποιητής
εκφράζει την άποψη ότι μέσω των αισθήσεων αναπτύσσεται ο άνθρωπος και γι αυτό
η αξία της τέχνης προβάλλεται από τον αισθησιασμό που υπάρχει σ αυτή.

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Φλέρυ Νταντωνάκη- .Αντιλαλούνε τα βουνά




Από τα Λειτουργικά του Μάνου Χατζιδάκι.
Ηχογραφηση απο δοκιμες στο σπιτι του συνθετη το 1970 στη Νεα Υορκη.
"Η Φλερυ ειναι ανεπαναληπτη και οταν δοκιμαζει.Δεν σκεφτεται το κοινο. Σκεφτεται τον απολυτο ελεγχο της φωνης της.Και δινετε ολοκληρη σε αυτο το κυνηγι της τελειοτητας.Για μια ακριβη μουσικη που πηγαζει τοσο απο τα Ρεμπετικα οσο και απο τα δικα μου τραγουδια. Της ειχα πει πως μια αληθινη τραγουδιστρια περιεχει την τεχνικη τελειοτητα της Σβαρτσκοπφ και την γηινη αμεσοτητα της Νινου και η Φλερυ ,στο ντοκουμεντο αυτο, αποδεικνυει περιτρανα πως ειναι μια αληθινη τραγουδιστρια" Μανος Χατζιδακις

Προκήρυξη Παγκρήτιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού




Κριτής του διαγωνισμού είναι ο συγγραφέας Μάνος Κοντολέων


Το Βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκης Ηρακλείου, στο πλαίσιο των δράσεων πολιτισμού που υλοποιεί, προκηρύσσει Παγκρήτιο Διαγωνισμό Διηγήματος με θέμα «Καλοκαιρινές ιστορίες».


Όσοι επιθυμούν να συμμετέχουν στον διαγωνισμό θα πρέπει να γράψουν μια μικρή καλοκαιρινή ιστορία, με έκταση έως 700 λέξεις και να την αποστείλουν μέσω e-mail στο cretebooks@gmail.com.

Κριτής του διαγωνισμού είναι ο συγγραφέας Μάνος Κοντολέων.

Προθεσμία υποβολής συμμετοχών: 31η Αυγούστου 2013

Οι 3 καλύτερες ιστορίες θα βραβευθούν με τιμητικό δίπλωμα και δώρα σε ειδική Τελετή Απονομής.

Δώρα:
1ος Νικητής: Τιμητικό δίπλωμα + Δωροεπιταγή 200 €
2ος Νικητής: Τιμητικό δίπλωμα + Δωροεπιταγή 150 €
3ος Νικητής: Τιμητικό δίπλωμα + Δωροεπιταγή 100 €


Οι αναλυτικοί Όροι Συμμετοχής στον διαγωνισμό είναι διαθέσιμοι στο http://cretabooks.wordpress.com

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Φλέρυ Νταντωνάκη . ."Ρίχνω τη καρδιά μου στο πηγάδι"




Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Ερμηνεία: Φλέρυ Νταντωνάκη

Απο το παραμύθι χωρίς όνομα.

    Φλερυ Νταντωνακη .Summertime

    Φλέρυ Νταντωνάκη - άνοιξε, άνοιξε γιατί δεν αντέχω .


    Στίχοι: Χαράλαμπος Βασιλειάδης, Τσάντας
    Μουσική: Γιάννης Παπαϊωάννου, Ψηλός, Πατσάς

    1. Σωτηρία Μπέλλου
     2. Φλέρυ Νταντωνάκη
     3. Θεοδοσία Στίγκα

     Το παράθυρο κλεισμένο, σφαλισμένο, σκοτεινό,
     για ποιο λόγο δεν τ’ ανοίγεις πεισματάρα, να σε `δω;
     Άνοιξε, άνοιξε, γιατί δεν αντέχω,
     φτάνει πια, φτάνει πια να με τυραννάς.

     Ξεροστάλιασα στ’ αγιάζι ώρες να σου τραγουδώ,
     η καρδιά μου φλόγες βγάζει, μα δε βγαίνεις να σε `δω.
     Άνοιξε, άνοιξε, γιατί δεν αντέχω,
     φτάνει πια, φτάνει πια να με τυραννάς.

    Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

    Γιάννης Ρίτσος - Ἡ σονάτα τοῦ σεληνόφωτος

       
    (Ανοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μία ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η γυναίκα με τα μαύρα έχει εκδώσει δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα μαύρα μιλάει στον νέο.)
    Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
    Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
    που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
    θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
    Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

    Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
    αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
    ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
    λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα.

    Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου
    λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,
    ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
    η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
    τόσο αδιάφορη κι αϋλη,
    τόσο θετική σαν μεταφυσική
    που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
    πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του.
    Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

    Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
    κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
    μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
    γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου,
    σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
    κι όταν κλείνεσαι μέσα σ' αυτόν τον ήχο του πετάγματος
    νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
    κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
    μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
    δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
    ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
    (δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου).
    Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

    Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
    μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
    Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
    Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

    Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –
    θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
    τα κάδρα ρίχνονται σε να βουτάνε στο κενό,
    οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
    όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου
    απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο
    όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της
    ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

    Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία –
    λέω για την πολυθρόνα, τόσο αναπαυτική,
    μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι
    και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
    - μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
    πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα
    δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,
    ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος
    λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα,
    τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο
    σα να μην είχε τίποτα να κλείσει
    ή να κρατήσει ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου
    είχα μανία με τα μαντίλια,
    όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
    τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς
    με το λιόγερμα
    ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε
    οι εργάτες στο αντικρινό γιαπί
    ή να σκουπίσω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου
    ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.

    Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι
    ν’ απασχολώ τα δάχτυλα μου. και τώρα θυμήθηκα
    πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
    με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες
    - 8, 16, 32, 64 -
    κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς
    όλο φως και ροζ λουλούδια,
    (συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια) – 32, 64 -
    κ’ οι δικοί μου στήριζαν
    μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.
    Λοιπόν, σου ‘λεγα για την πολυθρόνα –
    ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα –
    έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
    μα που καιρός και λεφτά και διάθεση – τι να πρωτοδιορθώσεις; -
    έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
    τα’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. εδώ κάθισαν
    άνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα,
    όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,
    και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα
    δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.
    Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

    Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας τ’ Αι Νικόλα,
    ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω
    έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα
    απ’ το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου
    κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
    κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι
    που ‘ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων –
    και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
    πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε
    ντυμένος την αχλύ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
    πυρπολημένη απ’ τα’ αδηφάγα μάτια των αντρών
    κι απ’ τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,
    πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,
    άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,
    στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα ‘βλεπα)
    μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,
    στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα ‘βλεπα)
    - ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις,
    σου φθάνει ο θαυμασμός σου, -
    θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν
    σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων
    γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,
    άλλος δε μου ‘μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. –
    Όχι, δε φτάνει.
    Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

    Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,
    γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη
    ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
    ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,
    γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
    στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο
    πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. δε φτάνει.
    Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

    Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
    Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
    Πρέπει πάντα να προσέχεις,
    να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
    να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
    να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
    να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
    να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
    Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
    Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
    Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

    Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.
    Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
    να απ’ τους νεκρούς του
    να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
    και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια.
    Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

    Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες την άχνα της βραδιάς,
    είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλητη,
    κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
    κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου.
    Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, -
    ή μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, -
    κι αν κάνεις αν κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη,
    πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές,
    διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
    το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή
    παρά να το κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο.
    Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
    σαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα χείλη μου;
    όσο κι αν διψώ, - πώς να το φέρω; - Βλέπεις;
    έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε,
    αυτό με διαβεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.
    Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

    Φορές-φορές, την ώρα πού βραδιάζει, έχω την αίσθηση
    πως έξω άπ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης
    με την γριά βαριά του αρκούδα
    με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
    σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
    ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
    και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο
    και δεν τ' αφήνουν πια να βγουν έξω
    μ' όλο πού πίσω απ' τούς τοίχους
    μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας –
    κ' η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
    μην ξέροντας για που και γιατί –
    έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
    δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της
    να διασκεδάζει τα παιδιά, τούς αργόσχολους τους απαιτητικούς
    και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
    αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
    την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,
    στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
    την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
    με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου - έστω κ' ενός αργού θανάτου-
    την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής
    που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ' τη σκλαβιά της.

    Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
    Κ' η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
    υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
    χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες
    που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά
    (ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
    και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
    το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ , ευχαριστώ.
    Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

    Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
    είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
    σα στρόγγυλα, μεγάλα μάτια πίθανων ψαριών,
    τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
    φύκια και όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου
    – δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα,
    δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια –
    ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι
    και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουν
    και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντας τες
    κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,
    τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;

    Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,
    στο βάθος του πνιγμού,
    κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
    απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,
    μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
    κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
    μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
    κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια
    μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι, τα δίνω
    μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω.
    Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

    Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
    Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
    Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
    δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;

    Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι δυνατό το στήθος σου,
    τι δυνατό φεγγάρι, - η πολυθρόνα, λέω
    – κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι απ’ το τραπέζι
    μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω
    να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του
    και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα,
    είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει – μην κοιτάξεις, μην κοιτάχτε,
    ακούστε που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος
    ωραίος, ανάλαφρος – θα πέσεις, -
    ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
    ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε;

    Βαθύ βαθύ το πέσιμο,
    βαθύ βαθύ το ανέβασμα,
    το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,
    βαθιά βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, -
    τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,
    όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,
    ανάσα ωκεανού. Ωραίος ανάλαφρος
    ο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,
    εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα – ο εξαίσιος ίλιγγος.
    Έτσι κάθε απόβραδο
    έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.

    Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμιάν ασπιρίνη
    άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
    ν' ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο
    πού κάνουν οι σωλήνες του νερού,
    ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
    ξεχνιέμαι κ' ετοιμάζω δυο - ποιος να τον πιει τον άλλον; -
    αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
    ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας
    απ' το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου
    σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει
    με τα μαντίλια μου, τα σταβοπατημένα μου παπούτσια,
    τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου,
    χωρίς καθόλου βαλίτσες - τι να τις κάνεις; -
    Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

    «Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Όχι, δε θα ‘ρθω. Καληνύχτα.
    Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει
    να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.
    Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι –
    την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,
    την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
    την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της
    με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
    με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα γερατειά μας,-
    ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
    να μην ακούω πια τα βήματά σου
    μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

    (Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα ‘κρυβε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μία πολύ γνώστη μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ' ένα ειρωνικό κ' ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ' ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αϊ-Νικόλα, πριν κατεβεί τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, -ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ' ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ' το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να ‘ναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο, ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει «η παρακμή μίας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ' το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; το ραδιόφωνο συνεχίζει.)



    Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

    ΑΡΧΑΙΩΝ ΝΕΚΤΑΡ ΜΕΛΙΣΣΩΝ

    Από τους προϊστορικούς χρόνους οι άνθρωποι ήξεραν να παίρνουν το μέλι και να το χρησιμοποιούν στη διατροφή τους. Επί πολλούς αιώνες το μέλι ήταν η μόνη γνωστή γλυκαντική ουσία. Οι Θεοί του Ολύμπου τρέφονταν με νέκταρ και αμβροσία. Ο Ησίοδος και ο Πίνδαρος αναφέρουν ότι ο Αρισταίος, γιος του Απόλλωνα θεού της μουσικής και της αρμονίας, και της Κυρήνης, κόρης του βασιλιά των Λαπιθών Υψέα, ήταν ο εισηγητής της καλλιέργειας των μελισσών, του σταφυλιού και της ελιάς, ο προστάτης των βοσκών και των κυνηγών, θεράποντα της ιατρικής και της μαντικής. Ο Αρισταίος γεννήθηκε στην Λιβύη και ο Ερμής τον πήρε και τον πήγε στη Γαία και στις Ώρες για να τον αναθρέψουν. Πρώτος σταθμός του Αρισταίου είναι η Κέα όπου δίδαξε τους κατοίκους του νησιού και τη μελισσοκομία. Έτσι, ο Αρισταίος υπήρξε για τους ανθρώπους και μάλιστα για τους κατοίκους της Κέας, ο πρώτος εφευρέτης μιας σειράς από χρήσιμες τέχνες κυριότερη από τις οποίες ήταν η μελισσοκομία. Ο Αρισταίος και η μέλισσα θα γίνουν τα βασικά σύμβολα της Κέας και θα απεικονισθούν στα νομίσματα της Τουλίδας, της Καρθαίας και της Κορησίας.
    http://www.gousiaris.gr/Malia_bees_250_217.gif
    Αρχαιότητα
    Τα στοιχεία για αυτή την χρονική περίοδο είναι πάρα πολλά και δεν θα αρκούσαν για την καταγραφή τους ακόμη και δεκάδες βιβλία. Θα περιοριστούμε εν συντομία στον ευρύτερο Μεσογειακό χώρο, αναφέροντας βέβαια ότι στοιχεία για άσκηση μελισσοκομίας και εκμετάλευση μελιού υπάρχουν σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης, όπως είναι αναμενόμενο και από τα προϊστορικά ευρήματα. Στην περίοδο αυτή γίνεται φανερό ότι το μέλι εκτός από τρόφιμο σαν αυτούσιο υλικό, είχε περίοπτο θέση στη λατρεία, στην κατασκευή φαρμάκων, αλοιφών, αρωμάτων, ποτών και αφεψημάτων, ενώ αρχίζει δειλά η εμπορία του απο χώρα σε χώρα.Στη Μεσοποταμία, σε έναν τόπο που άνθισαν οι πρώτες οργανωμένες κοινωνίες, έχουμε τις πρώτες καταγραφές (2700 π.Χ.) για την φαρμακευτική και διατροφική αξία του μελιού. Στην Αρχαία Αίγυπτο, είναι γνωστά τα πρωϊμότερα στοιχεία για την ύπαρξη συστηματικής μελισσοκομίας και μάλιστα σε "συστάδες" πολλών κυλινδρικών πήλινων κυψελών. 



    Στην Αρχαία Ελλάδα η μέλισσα, το μέλι και το κερί κατείχαν περίοπτη θέση σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και ομάδες. Από τις πινακίδες Γραμμικής γραφής Β της Κνωσού, των Μυκηνών και της Πύλου αντλούμε πολύτιμες πληροφορίες για τη διακίνηση μελιού, χωρίς όμως να αναφέρονται στοιχεία για συστηματική μελισσοκομία. 



    Ο Όμηρος και ο Ησίοδος, αναφέρουν άγρια μελίσσια σε σπηλιές ή σε βελανιδιές. Στους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους οι πληροφορίες είναι περισσότερες και δείχνουν μια πιο συστηματική ενασχόληση με τη μελισσοκομία κυρίως σε αγροτικές περιοχές. Υπάρχουν 41 και πλέον ονόματα δοχείων για τη φύλαξη ή μεταφορά του μελιού, συμπεραίνοντας ότι το εμπόριο μελιού πέρασε σε μια ανθηρή και κερδοφόρα φάση. Έμμεσα μπορούμε να οδηγηθούμε στο ίδιο συμπέρασμα από τα πάμπολλα νομίσματα που έχουν βρεθεί και απεικονίζουν με διάφορους τρόπους μέλισσες, αρχής γενομένης απο την πόλη Μελίτη της Θεσσαλίας στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Νομίσματα με απεικόνιση μελισσών έχουμε ακόμη στην Κρήτη, στην Κέα, στην Έφεσο και στην Σικελία. Ονόματα μελιού και παρασκευασμάτων με μέλι υπήρχαν γύρω στα 50, δίνοντάς μας ακόμη μια ένδειξη της ευρείας χρήσης του. Γνωρίζουμε ένα νόμο του Σόλωνα, σύμφωνα με τον οποίο, οι μελισσοκόμοι ήταν υποχρεωμένοι να τοποθετούν τα μελίσσια τους 300 πόδια (100 μέτρα) μακρυά ο ένας από τον άλλο, ώστε να μην υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την κυριότητα των σμηνών. Το ανασκαφικό έργο έχει φέρει στην επιφάνεια πλούσιο υλικό "κυψελών" (οριζόντιες και κάθετες) κυρίως από πηλό. Οι τιμές του μελιού κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. ήταν μεταξύ 16 και 37 δραχμών αργυρίου ανά "μετρητή" ή 9 οβολών και 3 ½ δραχμών ανά "χουν". ("μετρητή", "χουν" είναι δοχεία μέτρησης μελιού). 



    Οι ποικιλίες μελιού, αναφέρονται σε αρκετά κείμενα, με ξεχωριστό το "άκαπνο" μέλι, δηλαδή το μέλι που προέρχεται από κυψέλες όχι καπνισμένες κατά την αφαίρεσή του από αυτές. Με βάση την εποχή παραγωγής, το μέλι διακρινόταν σε "εαρινόν", "ωραίον" και "μετοπωρινόν", ενώ φημισμένο μέλι λόγω της προελευσής του, ήταν το μέλι Υμηττού, το μέλι από τα Υβλαία της Σικελίας, το μέλι από την Σαλαμίνα, την Λέρο και την Κάλυμνο.
    Στην "Κύρου ανάβασις" αναφέρεται δηλητηρίαση στρατιωτών από μέλι ροδόδενδρου απο τον Εύξεινο Πόντο. Η σωρός του στρατηγού Αγησιπόλιδου μεταφέρθηκε στη Σπάρτη από την Αφυτιν σε πιθάρι με μέλι ("Ελληνικά"), ενώ το ίδιο συνέβη με τη σωρό του Μ. Αλεξάνδρου.
    Οι πιο πολλές "επιστημονικές" πληροφορίες για τις μέλισσες και τη βιολογία τους προέρχονται από τον Αριστοτέλη στα "Των περί τα ζώα ιστοριών" και "περί ζώων γενέσεως". Αργότερα το έργο του συνέχισε ο μαθητής του Θεόφραστος. Ο Αριστοτέλης περιγράφει με λεπτομέρεια τις δραστηριότητες των μελισσών και στα κείμενά του στηρίχτηκε αρχικά η έρευνα μετά το Μεσαίωνα. Στα "λάθη" των παρατηρήσεών του μπορούμε να εντοπίσουμε δύο, αρκετά σημαντικά: 
    Πίστευε ότι το κερί οι μέλισσες το συλλέγουν από τα φυτά. Ήταν ακατόρθωτο με τα μέσα της εποχής να μπορέσει να περιγράψει τη διαδικασία "γέννησης" του κεριού από τους κηρογόνους αδένες. Αυτό παρατηρήθηκε πολύ αργότερα με την εφεύρεση του μικροσκοπίου.
    Περιέγραφε τη βασίλισσα του μελισσιού σαν τον "ηγεμόνα", δηλαδή της προσέδιδε αρσενική φύση. Απορίας άξιο για ένα τόσο συστηματικό ερευνητή. Σε πολλά κείμενα άλλων συγγραφέων (Ξενοφώντας, Αρριανός, Πάππος οΑλεξανδρεύς) αναφέρεται η βασίλισσα με το πραγματικό της γένος, δείχνοντάς μας ότι η κοινή γνώση ήταν ξεκάθαρη για το γένος της. Πολλές αναφορές έχουν γίνει για το θέμα αυτό, το πιθανότερο είναι η "αστοχία" του Αριστοτέλη όσον αφορά το γένος της βασίλισσας να είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής αντίληψης για το ρόλο των αρσενικών και θηλυκών στην τότε κοινωνία.
    Οι γραπτές αναφορές στο μέλι ή στη μέλισσα είναι πάμπολλες. Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποιους συγγραφείς, όπως ο Όμηρος, ο Ιπποκράτης, ο Δημόκριτος, ο Ξενοφώντας, ο Πυθαγόρας και βέβαια, όλοι οι προαναφερόμενοι.
    Στην τέχνη η παρουσία της μέλισσας είναι έντονη σε κοσμήματα, χρυσά πλακίδια, γλυπτά, ζωγραφικές παραστάσεις, σε αμφορείς και κύλικες.
    Στην καθημερινή ζωή και διατροφή το μέλι καταναλωνότανε αυτούσιο, στη μαγειρική ή σε παρασκευάσματα με άλλα τρόφιμα. Έχουμε πληροφορίες παρασκευής και χρήσης για τα:
    Μηλόμελο. Μήλα διατηρημένα σε μέλι καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου. Το μέλι αποκτούσε τη χαρακτηριστική οσμή των μήλων. Την ίδια συνταγή παραλλάσανε και με άλλα φρούτα.
    Μελίκρατο. Μέλι με γάλα. Τροφή των παιδιών.
    Οξύμελο. Μέλι με ξύδι. Για την αντιμετώπιση του πυρετού.
    Υδρόμελο. Ηδύποτο που προκύπτει από αλκοολική ζύμωση του μελιού. Παρασκευάζεται και στις μέρες μας.

    Οινόμελο. Μέλι με κρασί. Αναφέρεται ότι ο Δημόκριτος έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα γιατί κατανάλωνε οινόμελο με άρτο.


    ΦΑΓΗΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΕ ΜΕΛΙ
    Σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες των φιλοσόφων και ποιητών που προαναφέραμε, οι οποίοι δίνουν αποσπασματικές πληροφορίες για τη σύνθεση των γευμάτων των αρχαίων ελλήνων, μπορούμε συμπερασματικά να καταλήξουμε ότι η διατροφή τους περιλάμβανε κυρίως ψάρι, τυρί, κρεμμύδια, ελιές-λάδι, σκόρδο, μέλι, γάλα, όσπρια. Σπανιότερα ήταν η κατανάλωση κρεάτων που γίνονταν κυρίως σε θρησκευτικές γιορτές ή σημαντικές επετείους.
    Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες για τον τρόπο που χρησιμοποιούσαν το μέλι στη διατροφή τους, είτε μόνο του, είτε ως ύλη παρασκευής «νωγαλευμάτων» (γλυκών) και διαφόρων σαλτσών. Αναφέρονται:
    Σάλτσες από δυνατό ξύδι, καρυκεύματα και μέλι για τα χορταρικά.
    Ο «μυττωτός», πίτα με τυρί, λάδι, μέλι, σκόρδο.
    Το «νωγάλευμα», γλυκό από λιναρόσπορο και μέλι.
    Τηγανίτες, βουτηγμένες στο λάδι και στο μέλι.
    Το «μελίκρατον» (Οδύσσεια Κ-156) κράμα γάλακτος και μελιού.
    Τυρόψωμο από αλεύρι, τρίμματα τυριού και μέλι.
    Οι Βυζαντινοί πίναν «μελίγαλα» (φτιαγμένο από μέλι και γάλα), επίσης το «ροδομέλι» από φύλλα ρόδων και μέλι καθώς και το «υδρομέλι», από νερό βρόχινο και μέλι, σε αναλογία δύο μέρη νερού προς ένα μέρος μελιού (Δαφερέρα Τέση, Ελληνων Διατροφή Μέτρον Άριστον, εκδόσεις Γραφίδα, Αθήνα 2001).


    ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΟΥΣΙΑΡΗΣ ΦΥΛΛΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ
    WWW.ARCADIANS .GR
    ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΑ
    ΒΑΛΚΑΝΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ.ΆΡΓΟΣ
    ΑΤΤΙΚΗ ΠΙΤΤΑΣ